της Ελισάβετ Παπαδοπούλου
Ακόμα και ο Έβρος έχει ενδοχώρα. Εγώ όμως γεννήθηκα κολλητά στα σύνορα. Ποταμίσια νερά και εχθρικά χωριά απέναντι συνιστούν τη γεωγραφία μου. Απ΄ το παράθυρό μου και μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, ήσυχες εκτάσεις σπαρτών που ο αέρας κυμάτιζε τις ράχες τους σαν χαίτες. Ανάμεσά τους, σε σκαμμένες τρύπες, αντιαεροπορικά σήκωναν τις κάννες τους στον ουρανό και κανόνια ήταν στραμμένα στην Τουρκία.
Στρατιωτικές σκοπιές τα επιτηρούσαν, όπου φαντάροι με ρούχα παραλλαγής βαριόντουσαν ακουμπισμένοι πάνω στο όπλο τους. Όλα αυτά ήταν η ατραξιόν μας. Με τι άλλο θα μπορούσαμε να κοντράρουμε τα ξαδέρφια που κατέφθαναν το καλοκαίρι από την Αθήνα και τη Γερμανία με τα «αμέ» και τα «νάιν» τους...»
Είχαμε τα κανόνια λοιπόν και τις πυγολαμπίδες. Κωλοφωτιές τις λέγαμε εκεί πάνω, τις κολλούσαμε στο μέτωπο, κι εκείνες παρά την αιχμαλωσία τους αναβόσβηναν στα πρόσωπά μας, σα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Α, ναι, είχαμε και τα καρπουζοφάναρα. Ήμασταν πυρομανείς.
Κρυμμένοι στις αποθήκες με το σουγιά για να κάνουμε τα απαραίτητα ανοίγματα στη φλούδα του καρπουζιού, κεριά και σπίρτα για να το κάνουμε φανάρι. Κι όταν θέλαμε να εντυπωσιάσουμε μέχρι υποκλίσεως τους επισκέπτες μας, τους ξεναγούσαμε στα υπόγεια στρατιωτικά γραφεία. Ευτυχώς για μας, μερικοί φαντάροι δεν έπαιρναν πολύ σοβαρά την αποστολή τους, ούτε τις περιπόλους τους, (όπου το μόνο που συναντούσαν ήταν εμπόρους ναρκωτικών και ποτέ κατασκόπους) και μας επέτρεπαν την είσοδο στα άδυτα των αδύτων.
Όπως όλη η Βόρεια Ελλάδα, είχαμε κι εμείς γονιδιακή κόντρα με τους πρωτευουσιάνους. Ίσως ήταν η μόνιμη επωδός που ακούγαμε, για τον Έβρο που είναι ξεχασμένος στη μοίρα του, ίσως είναι όλες εκείνες οι στείρες μεγαλοστομίες κάθε φορά που έβγαιναν βόλτα το «Σισμίκ» και το «Χόρα». Ότι κι αν ήταν, εμείς παίζοντας κι ακούγοντας σκόρπιες κουβέντες καταλάβαμε από νωρίς ότι όλο το παιχνίδι του εθνικισμού παιζόταν εκεί πάνω κι ότι οι πολιτικοί, αντί να κάνουν σοβαρά πράγματα, ναρκισσεύονταν χρησιμοποιώντας μεγάλα λόγια εκεί που αρκούσαν τα μικρά και πρακτικά.
Στρατιωτικές σκοπιές τα επιτηρούσαν, όπου φαντάροι με ρούχα παραλλαγής βαριόντουσαν ακουμπισμένοι πάνω στο όπλο τους. Όλα αυτά ήταν η ατραξιόν μας. Με τι άλλο θα μπορούσαμε να κοντράρουμε τα ξαδέρφια που κατέφθαναν το καλοκαίρι από την Αθήνα και τη Γερμανία με τα «αμέ» και τα «νάιν» τους...»
Είχαμε τα κανόνια λοιπόν και τις πυγολαμπίδες. Κωλοφωτιές τις λέγαμε εκεί πάνω, τις κολλούσαμε στο μέτωπο, κι εκείνες παρά την αιχμαλωσία τους αναβόσβηναν στα πρόσωπά μας, σα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Α, ναι, είχαμε και τα καρπουζοφάναρα. Ήμασταν πυρομανείς.
Κρυμμένοι στις αποθήκες με το σουγιά για να κάνουμε τα απαραίτητα ανοίγματα στη φλούδα του καρπουζιού, κεριά και σπίρτα για να το κάνουμε φανάρι. Κι όταν θέλαμε να εντυπωσιάσουμε μέχρι υποκλίσεως τους επισκέπτες μας, τους ξεναγούσαμε στα υπόγεια στρατιωτικά γραφεία. Ευτυχώς για μας, μερικοί φαντάροι δεν έπαιρναν πολύ σοβαρά την αποστολή τους, ούτε τις περιπόλους τους, (όπου το μόνο που συναντούσαν ήταν εμπόρους ναρκωτικών και ποτέ κατασκόπους) και μας επέτρεπαν την είσοδο στα άδυτα των αδύτων.
Όπως όλη η Βόρεια Ελλάδα, είχαμε κι εμείς γονιδιακή κόντρα με τους πρωτευουσιάνους. Ίσως ήταν η μόνιμη επωδός που ακούγαμε, για τον Έβρο που είναι ξεχασμένος στη μοίρα του, ίσως είναι όλες εκείνες οι στείρες μεγαλοστομίες κάθε φορά που έβγαιναν βόλτα το «Σισμίκ» και το «Χόρα». Ότι κι αν ήταν, εμείς παίζοντας κι ακούγοντας σκόρπιες κουβέντες καταλάβαμε από νωρίς ότι όλο το παιχνίδι του εθνικισμού παιζόταν εκεί πάνω κι ότι οι πολιτικοί, αντί να κάνουν σοβαρά πράγματα, ναρκισσεύονταν χρησιμοποιώντας μεγάλα λόγια εκεί που αρκούσαν τα μικρά και πρακτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου