Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ. ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.

ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΘΡΑιΚΩΝ
Οι ιστορικοί και εν γένει οι συγγραφείς της κλασικής εποχής και των Μακεδονικών χρόνων είχον την γνώμην, ότι οι Θράκες ωμιλούσαν βάρβαρον γλώσσαν, η οποία δηλαδή ουδεμίαν συγγένειαν και σχέσιν είχε με την Έλληνικήν. Το βέβαιον όμως είνε, ότι οι Θράκες, «ως ανήκοντες εις τον "Αριον κορμόν, ωμιλούσαν γλώσσαν, η οποία δεν ήτο μεν ομοία κατά τους γραμματικούς τύπους με την τόσον πολύ διαπλασθείσαν και εξελιχθείσαν Έλληνικήν και μάλιστα την Ίωνικήν και Άττικήν διάλεκτον, εξηκολούθει όμως κατά την βάσιν και κατ' ουσίαν—διατελούσα εις την πρωτογενή μορφήν της— να είνε συγγενής προς την Έλληνικήν.
Και ενώ Θράκες και Έλληνες κατά τους ποοομηρικούς χρόνους συνεννοούντο γλωσσικώς έχοντες μόνον διαλεκτικήν διαψοράν αναμεταξύ των την οποίαν—βαθυτέραν ίσως—είχον προς άλληλα τα Ελληνικά φύλα και κατά την κλασικήν εποχήν, βραδύτερον η γλωσσική μεταξύ Θρακών και Ελλήνων συνεννόησις κατέστη αδύνατος δια τον απλούστατον λόγον, ότι η μεν Θρακική γλώσσα παρέμεινε τυπική, εντελώς άτεχνος, ανεπεξέργαστος και οποία ήτο αρχικώς πρωτόγονος εις την μορφήν και τους τύπους της, η δε Ελληνική εξελίχθη και διαπλάσθη εις πλουσιωτάτους τύπους και ποικιλίαν άφθαστον μορφής, εις δύναμιν έντονον εκφράσεως και διατυπώσεως, εις κάλλος και πλαστικότητα, όσον ουδεμία άλλη γλώσσα.
Έν γένει δε οι αρχαίοι διετέλουν εις πλήρη άγνοιαν των τοιούτων ζητημάτων εθνολογικής ή γλωσσολογικής φύσεως, τα οποία επρόβαλον πάντοτε εις αυτούς ως προβλήματα ή μάλλον ως αινίγματα, τα οποία κατά τους νεωτέρους μόνον χρόνους εξηγήθησαν δια της συγκριτικής γλωσσολογίας.

Ό Πλάτων εις τον Κρατύλον του αποφαίνεται ορθότατα επί του γλωσσικού τούτου ζητήματος ως εξής.
«Ό,τι δεν γνωρίζομεν, λέγει, λέγομεν ότι είνε βαρβαρικόν.
»Και πραγματικώς δύναται να είνε κάτι τοιούτο, αλλ' επίσης είνε δυνατόν ένεκα της πολυκαιρίας να εινε ανεξερεύνητα τα πρώτα ονόματα (λέξεις). Διότι, επειδή τα ονόματα μετατρέπονται καθ' όλους τους τρόπους, δεν είνε διόλου παράδοξον, εάν η αρχαία γλώσσα σχετικώς με την σημερινήν δεν έχη καμμίαν διαφοράν από την βαρβαρικήν.
»Παρατηρώ δε, ότι πολλά ονόματα (λέξεις) οι Έλληνες και προ πάντων όσοι κατοικούν υπο την εξουσίαν των βαρβάρων (εννοεί ο Πλάτων τους Έλληνας της Μικράς Ασίας, όσοι διετέλεσαν υπο την κατοχήν κατ' αρχάς των Λυδών και κατόπιν των Περσών) τα έλαβον από τους βαρβάρους ....
»Υποθέτω δε μήπως και αυτό το όνομα πυρ είνε βαρβαρικόν, διότι αυτό είνε εύκολον να το σχετίσιυμεν με την Ελληνικήν γλώσσαν και είνε γνωστόν, ότι οι Φρύγες έτσι το ονομάζουν με μικράν τροποποίησιν. Επίσης δε και το ύδωρ και τους κύνας και άλλα πολλά».
Η παρατήρησις αυτή του Πλάτωνος είνε ορθότατη και πάν ό,τι λέγε δια τας λέξεις πυρ, ύδωρ, κύων είνε αληθές.
Αγνοών όμως ο φιλόσοφος, όπως όλοι οι αρχαίοι, τους γλωσσολογικούς νόμους εθεώρησεν αυτάς ξενικάς, ενώ απλούστατα αι Ελληνικαί ήσαν συγγενείς προς τας αντιστοίχους Θρακοφρυγικάς 2.
Ο δε βαθύτατος Ιστορικός Θουκυδίδης παρατηρεί, ως είπομεν, ότι ο Όμηρος ουδέποτε έκαμεν εθνολογικήν διάκρισιν μεταξύ των Τρώων (Θρακοφρυγών) και των Αχαιών και ότι ούτε τους μεν απεκάλεσε βαρβάρους ούτε αυτούς με το κοινόν όνομα Έλληνας.
Αλλ' η παρατήρησις αυτή του ιστορικού δεν ισχύει μόνον εθνολογικώς'πρέπει κατά μείζονα λόγον να επεκταθή και υπό την γλωσσικην έποψιν. Και τούτο, διότι κατά την μαρτυρίαν του Θουκυδίδου (Α, 3) ή γλωσσική αντίθεσις μεταξύ των Ελλήνων και των Θρακοφρυγών ήτο εντελώς άγνωστος κατά τους Τρωικούς χρόνους. Καθόσον κατά τον Τρωικόν πόλεμον άφ' ενός οι Αχαιοί και άφ' ετέρου οί Θρακόφρυγες (Τρώες, Δαρδάνιοι, Πελασγοί, Θράκες, Παφλαγόνες, Μυσοί, Φρύγες, Μαίονες, Λύκιοι, Κάρες και Λέλεγες) συνεννοούντο άπ' ευθείας άνευ διερμηνέως, διότι και τα δύο στρατόπεδα θα ωμίλουν ακόμη την πρωτόγονον και ακατέργαστον Πελασγοελληνικήν ή Προελληνικήν γλώσσαν,ήτις ήτο κοινή δι όλους.Ου- δέ ήτο δυνατόν, εάν υπήρχε διγλωσσία, να μη έκαμνε μνείαν αυτής ό Όμηρος, όστις προβαίνει εις λεπτομερεστάτας αφηγήσεις και θαυμασίας παρατηρήσεις και επί των παραμικροτέρων σημείων και ζητημάτων. Και ως παράδειγμα φέρομεν, οτι ο ποιητής μνημονεύει και τον υφηνίοχον ακόμη του Πριάμου, δηλαδή τον βοηθόν του ηνιόχου του.
Και όμως ό Όμηρος εγνώριζεν επακριβώς την διαφοράν των διαλέκτων, την υφισταμένην εις τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Χαρακτηριστικώτατοι δε και πολυτιμότατοι δια το ζήτημα τοϋτο είνε οί επόμενοι στίχοι του.
Ως Τρώων αλαλητός ανά στρατόν ευρύν ορώρειν ου γαρ πάντων ήεν ομός θρόος ούδ' ία γήρυς, αλλά γλώσσ' εμέμικτο, πολύκλητοι δ' εσαν άνδρες .
Καθώς δηλαδή, λέγει, χιλιάδες προβάτων αμελγομένων εις την αυλήν, όταν ακούσουν την φωνήν των αρνιών των, φωνάζουν, τοιουτοτρόπως ηγέρθη ο θρήνος των Τρώων εις το ευρύ στρατόπεδον, διότι δεν ήτο ομοία η κραυγή όλων ούτε η ιδία ομιλία, αλλά αναμεμιγμένη ήτο η γλώσσα (διάλεκτος), οι δε άνδρες προσεκάλουν εις βοήθειαν μακρόθεν τους άλλους γνωστούς των.
Διεκρίνετο δηλαδή κάθε φύλον κατά την ιδιαιτέραν του διάλεκτον και εξεχώριζε από τους συμμάχους του. Κάμνει λοιπόν ο Όμηρος ευκρινεστάτην την διάκρισιν των Τρώων και των ομοεθνών ή μάλλον ομοφύλων των συμμάχων κατά τας διαλέκτους των και τον θόρυβον, τον οποίον έκαμνε κάθε έθνος αναλόγως της διαλέκτου, την οποίαν ωμίλει. Και προσθέτει ότι δεν ήτο όμοιος ο θόρυβός των ούτε η ομιλία των, άλλ' ανεκατεύετο η διάλεκτος αυτών (καθόσον γλώσσα εις τον Όμηρον και εις τους αρχαίους ακόμη κλασικούς εσήμαινε και διάλεκτον, φωνή δε εσήμαινεν ό,τι ημείς σήμερον καλούμεν λόγον, ομιλίαν).
Προς ενίσχυσιν των ανωτέρω έρχεται και άλλος χαρακτηρισμός του Ομήρου, όστις τους εις την Λήμνον οικούντας Θράκας Σίντιας (Σιντούς)

αποκαλεί aγριοφώνους και όχι βαρβαροφώνους, έχοντας δηλαδή κατά την γνώμην ημών τραχείαν ομιλίαν ή μάλλον τραχείαν προφοράν.
Ή διγλωσσία λοιπόν, ήτοι η γλωσσική διαφορά μεταξύ Ελλήνων και θρακοπελασγών, ήρχισε κατά τους μετά τον Όμηρον χρόνους και κατά την περίοδον πλέον της κλασικής έποχης ήτο, δι' ους εξεθέσαμεν ανωτέρω λόγους, καταφανέστατη, ενώ κατά τους προ του Τρωικού πολέμου χρόνους υπήρχε μόνον διαλεκτική διαφορά, ήτις εξηκολούθησεν επί πολύ και πέραν των Ελληνιστικών χρόνων υφισταμένη μεταξύ των Ελληνικών φύλων. Και ορθότατα ο Θουκυδίδης κάμνει μνείαν της διγλωσσίας των εις την χερσόνησον του Άθω Θρακών και Πελασγών (Κρηστώνων, Βισαλτών και Ήδωνών), οίτινες ήσαν συνοικισμένοι εις τάς πέντε του Άθω πολίχνας.
Ένεκα τούτου και ο Ξενοφών κατά την συνάντησίν του με τον βασιλέα των Θρακών Σεύθην συνεννοήθη δι' ερμηνέως. Ό Σεύθης δεν ωμίλει, την Έλληνικήν, εννοούσε όμως τα περισσότερα. «Συνίει δε και αυτός Ελληνιστί τα πλείστα». Ο ηνίοχός του επίσης «ηπίστατο Έλληνίζειν», δηλαγή εγνώριζεν οπωσδήποτε την Έλληνικήν 1.
Ή γλώσσα των θρακών, Αρίας καταγωγής, επειδή έμεινεν εντελώς ανεπεξέργαστος, διετήρησε τους άρχικους τύπους και την αρχικήν της μορφήν. Ή Θρακική γλώσσα—προ πάντων η Φρυγική—ήτο και παρέμεινε συγγενής με την Ελληνικήν, απορρεύσασαν από την αρχικήν Αρίαν, ήτις ήτο η κοινή μήτηρ όλων των Θρακοπελασγικών, Φρυγοπελασγικών, Ελ ληνικών και λοιπών Αρίων γλωσσών.
Ή θρακική γλώσσα μας έγινε γνωστή από τα γεωγραφικά και τα κύρια ονόματα και από ολίγας λέξεις, αί οποίαι διεσώθησαν εις τους αρχαίους συγγραφείς και προ πάντων εις τον λεξικογράφον Ησύχιον 2.
Έκτός των λέξεων τούτων, ας διέσωσαν οι αρχαίοι συγγραφείς, μεγίστην σημασίαν έχουν τα τοπωνύμια, διότι είνε σπουδαιότατα λείψανα της Θρακικής γλώσσης, ήτις απωλέσθη.
Τα δε κύρια Θρακικά ονόματα, ως και πολλά γεωγραφικά, διετηρήθησαν κατά τους Βυζαντινούς ακόμη χρόνους μέχρι του έκτου μ. Χ. αιώνος,
πιθανόν δε θεωρείται, ότι και η γλώσσα των θρακών διετηρείτο κατά την εποχήν εκείνην εις τίνα απόκεντρα μέρη του Αίμου και της Ροδόπης.
Τοιουτοτρόπως έκτος του γενικευθέντος, ως είπομεν, κυρίου ονόματος Βίθυς, διετηρήθη το αρχαιότατον θρακικόν όνομα Τήρης' «Διονύσιος ο Αλεξανδρεύς, Θράξ δε από πατρός Τήρου Τήρος τούνομα κληθείς, Άριστάρχου μαθητής, έπι Πομπηίου του μεγάλου μετέβη εις Ρώμην '.
Ό δε Ησύχιος μας διετήρησε και το όνομα Βίστρας.
«Βίστρας, Θρακικόν όνομα».
Και «Βισύρας' ήρως Θραξ. Θεόπομπος δε Χερσονησίτην λέγει Βισύραν» 2.
Εις το ζήτημα τούτο εκτός του λεξικογράφου Ησυχίου και εν μέρει Στεφάνου του Βυζαντίου σπουδαιοτάτην σημασίαν έχουν αί εις την Μοισίαν και την βόρειον Θράκην ανευρεθείσαι διάφοροι ανάγλνφοι επιγραφαί, εις τας οποίας, ως και αλλαχού του βιβλίου σημειώνομεν, διετηρήθησαν πολλά κύρια Θρακικά ονόματα, διαφόρου εποχής και Ρωμαϊκής ακόμη. Εκ τούτων σημειώνομεν εδώ το περιεργότατον εκ των διασωθέντων κυρίων Θρακικών ονομάτων, Δισκοδουροτήρης 3.
Μεταξύ των ευρημάτων της βορείου Θράκης εξαιρετικής αρχαιολογικής σπουδαιότητος θεωρείται χρυσούν δακτυλίδιον, ευρεθέν κατά το 1912 εις αρχαιότατον τάφον εις το χωρίον Έζέροβο της περιφερείας Βορισογράδσκο μεταξύ των πόλεων Χάσκοβο και Φιλιππουπόλεως. Η περιφέρεια αυτή, ως φρονώ, αντιστοιχεί γεωγραφικώς με το βορειότερον τμημα της μεγάλης Θρακικής χώρας Σαπαϊκής ή ίσως με το νοτιώτερον τμημα της χώρας των Βηοσών Θρακών.
Επί της άνω στρογγυλής πλακός του δακτυλιδιού είνε χαραγμένη έπιγραφη με Ελληνικούς χαρακτήρας αραδιασμένους τον ένα πλησίον του άλλου, χωρίς να είνε ξεχωρισμένοι εις λέξεις, ως εξής.
«Ρολιστενεαςνερενεατιλτεανησκοαροζεαδομεαντιλετυπταμιεραζηλτα».
γλώσσης τα εις η, πρωτόκλιτα ονόματα εσχηματίζοντο κατά τον πανάρχαιον αιολοδωρικόν τύπον είς α και τούτου λείψανα παρέμειναν και επί τησ Ομηρικής εποχής. Τεκμαιρόμεθα δε τούτο από λέξεις διασωθείσας εις την Λατινικήν γλώσσαν, ώς η n α u t a=ναύτης, ρ ο e t a. =ποιητής, αgricolα γεωργός= κτλ.— «Κατά γλώσσαν Μακεδόνων (Δωριέων) τα εις ης ονόματα γίνονται, είς α». Ευσταθίου θεσσαλονίκηςΠρολεγόμενα, 1457, 18.
Ευνόητον, ότι η επιγραφή αυτή εκίνησε το ενδιαφέρον των σοφών γλωσσολόγων, ιστορικών και αρχαιολόγων διαφόρων εθνών. Και άλλοι μεν εξ αυτών εχαρακτήρισαν αυτήν ως γραμμένην εις την Ελληνικήν γλώσσαν, άλλοι δε εις την θρακικήν, της οποίας θεωρείται ότι είνε το πρώτον μέχρι τούδε μνημείον γραμμένον με ελληνικούς χαρακτήρας.
Εκ των Βουλγάρων φιλολόγων έγραψαν σχετικώς περι αυτής ο Detschew και ό Βechewliew επικρίνων ο δεύτερος την γνώμην του εκ Φιλιππουπόλεως φιλολόγου Κοσμά Μυρτίλλου Aποστολίδου, όστις έγραψεν, ότι η επιγραφή είνε συντεταγμένη εις την Ελληνικήν γλώσσαν.
Ο Αποστολίδης απήντησεν εσχάτως εις τον Βechewliew δια μιας μονογραφίας του 1.
Θεωρεί δε αυτήν ως δίστιχον δακτυλικόν εξάμετρον επίγραμμα και συνεπλήρωσεν αυτήν εις το Ιωνικόν εξάμετρον και την ορθογραφίαν της.
Ό Detschew εκ δευτέρου ανέγνωσεν αυτήν ως εξής. Ρολιστενέας Νερενέα Τίλτεαν, Ήσκω Αραζία δόμεαν, Τιλεζύπτα μιή εραζήλτα»
και εξήγησε"
Ρολιστενέας (ό) Νερένου το γένος με κατεσκεύασε
δια την Έσκον Αραζίαν (θυγατέρα του Αράζου,
Τιλέζυπταν τον οίκον (καταγωγήν). O Κretschmer ανέγνωσε.
Ρολισθενείας (η) Νερενεία Τίλτεαν ήσκω'
Αραζία δόμεαν Τιλεζύπτα μίη εραζήλτα και εξήγησε:
Ρολισθενειάς Νερενεία το γένος είμαι'
Αραζία την πατρίδα Τιλεζύπτα με κατεσκεύασε
ή με εδώρησε. Και κατ' άλλον τρόπον
Ρολισθενειάς Νερενεία το γένος είμαι,
αλλά Αραζία την πατρίδα, ο Τιλεζύπτα με ενυμφεύθη. Επίσης εξήγησαν αυτήν ποικιλοτρόπως οι G. Sοeιιre, ο Ribezzo και οΐ Βasanavicius και Αdalbert, οι οποίοι εξήγησαν αυτήν με την αντίστοιχον Λιθουανικήν γλώσσαν. Ο Αποστολίδης ανέγνωσε.
Ρωλισθενειάς Νερενεία Τιλτεανή, σκώ.
Αραζεία δομεάν Τιλεζύπτα μι Ριερά ζηλτα και εξήγησε¨
Ρωλισθενειάς Νερένου (θυγάτηρ), Τιλαταία, παιδίσκη (ειμί κυρία τούδε)• η Αραζ(ε)ιάς τον οίκον Ιερά Τιλέζυπτα ηγάσθη με=με ηγάπησε. 'Ή κατ' άλλον τρόπον, ως αναθηματικόν' Ρωλισθενειάς Νερένου (θυγάτηρ), Τιλαταία, παιδίσκη (ανέθηκε τόδε), η Αραζ(ε)ιάς (γαρ) τον οίκον Ιερά Τιλέζυπτα ηγάσθη με.
Η Θρακική γλώσσα εμελετήθη υπό του Αscoli, ταυτοχρόνως δε o Ηersey προσέθηκεν εις το Θρακικόν λεξιλόγιον σημαντικόν αριθμόν ενδιαφερουσών λέξεων. Πλην αί εργασίαι αύται είνε παλαιαί και ως πολύ περιωρισμέναι ελάχιστα συνετέλεσαν εις το να προαχθή η σπουδή της Θρακικής γλώσσης.
Ευτυχεστέρα εστάθη η Ιλλυρική γλώσσα, ή οποία εν μέρει και εις τα καθαρώς Ιλλυρικά στοιχεία αυτής εκπροσωπείται σήμερον από την Αλβανικήν γλώσσαν, η οποία εις τάς εσχατιάς της χερσονήσου ευρεθείσα παρέμεινεν ανεπηρέαστος εις τας βάσεις της—εκτός των Λατινικών, Ελληνικών, Σλαυικών και Τουρκικών λέξεων, αί οποίαι προσετέθησαν εις αυτήν—το δε σπουδαιότερον, ότι παρέμεινεν άνευ επεξεργασίας και σημαντικης εξελίξεως.
Καθ' ημάς η Αλβανική γλώσσα ωρισμένως κατάγεται και αντιπροσωπεύει την αρχαίαν Ίλλυρικήν υπό γενικην έποψιν.
Συνήθως τάς Άριας ή Ινδογερμανικάς γλώσσας (της Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ομοφυλίας) τας διαιρούν εις δύο ομάδας, ανατολικήν και δυτικήν.
Η ανατολική ομάς περιλαμβάνει τας σλαυικάς γλώσσας, την Λιθουανικήν, Λεττικήν, αρχαίαν Πρωσσικήν, Ιλλυρικήν, Θρακικήν, Φρυγικήν, Αρμενικήν, Περσικήν (Ζενδιβικήν), Βακτριανήν και Ινδικήν.
Ή δε δυτική ομάς περιλαμβάνει την Ελληνικήν, Λατινικήν, Κελτικήν, Γερμανικήν και Τοχαρικήν (κεντρικής Ασίας).
Πριν η προβώμεν δε εις την έκθεσιν των Θρακικών λέξεων, κρίνομεν σκόπιμον να συγκρίνωμεν λέξεις τινάς της Αλβανικής (Ιλλυρικής) γλώσσης προς την αρχαιοτέραν γραπτήν Ελληνικήν γλώσσαν, την Ομηρικήν (Ιωνικήν διάλεκτον), καθόσον ελέχθη προηγουμένως, ότι η Ιλλυρική γλώσσα αποτελεί προομηρικόν τι Ελληνικόν γλωσσικόν ιδίωμα. Εις την σύγκρισιν αυτήν θέλομεν να δώσωμεν την έννοιαν, ότι την αυτήν περίπου σχέσιν



αι αναλογίαν είχεν η Θρακική γλώσσα προς την Ελληνικήν, οποίαν η Ιλλυρική (η εκπροσωπούμενη μερικώς υπό της Αλβανικής) προς την Ελληνικήν αυτήν.
Φέρομεν δε τα εξής παραδείγματα .
Ασά εις τους Βησσούς ελέγετο το φυτόν βήχιον ή ακρόφυλλον.
Βρίζα η μέχρι της σήμερον εις την Θράκην και προ πάντων ες την ανατολικην ούτως ονομαζόμενη και αφθόνως καλλιεργούμενη σίκαλις 2.
Κάλη, πληθ. κέλητ, το άλογον. Εις την Ομηρικήν απαντά κέλης και πληθ. κέλητες—το άλογον.
Μυ, ο μυς, ποντικός.
Κέν, η κύν, ο κύων (γεν. κυνός).
Ούδο. οδός.
Πρεπάρε. προτήτερα. Ο Όμηρος λέγει προπάροιθε.
Τανύν. τόρα, Όμηρος τανύν.
Δρού. ξύλον, δρυς (το κατ' εξοχήν ξύλον). Εις πολλά Ελληνικά της Θράκης χωρία ή δρυς λέγεται δένδρου.
Βέ. ωόν. Πιθανόν οι πανάρχαιοι Έλληνες να έλεγον ωβόν (ήτοι ωφόν), όπως οι Λατίνοι έλεγον οvum. Εκ των Ελλήνων οι Καυκάσιοι τα ωά τα λέγουν ωβά.
Βέσετ. ώτα. Η δοτική πληθυντική, ωσ γνωστόν, εις την αρχαίαν Ελληνικήν ήτο ωσί. Η Ιλλυρική διετήρησεν εις την αρχήν της λέξεως το δίγαμμα (F).
Μπούκο. ψωμί, ή μπούκα ή βουκιά εις την δημώδη, το κομμάτι. Οι Φρύγες, ως θα είπωμεν, βεκός έλεγον το ψωμί.
Τσί. σημαίνει=τί ;
Κούς=ποίος. Οι Ίωνες έλεγον κου=που. Εις την Αλβανικήν κου βέτε ;=που βαίνετε ;
Σιού=μάτι. Εις την Ιωνικήν (Όμηρος) υπήρχεν ο δυκος αριθμός όσσε=τα δύο μάτια.
Τύ=σύ. Οι Δωριείς και οι Ίωνες επίσης έλεγον τύ=σύ.
Άττα=εκείνα, τινά. Και εις την αρχαίαν Έλληνικήν ήτο πολύ εν χρήσει το γνωστόν «άλλα άττα»=άλλα τινά.
Πί=πίνω.
Δανούβιος. «Δανούβιον τον νεφελοφόρον καλούσι πατρίως οι Θράκες» '.
Νάπος. Θρακική λέξις κατά τον Ησύχιον. Αλλά εύχρηστος και εις την Ελληνικήν 2.
Βέρε = θύρα
Φρίκα=φόβος. Το αρχαίον φρίκη.
Δέφ. η γη, έδαφος.
Κςόι, πληθ•. κρόνια=βρύσις, κρουνός, πληθ. κρουνοί.
Νερί, πληθ. νερες— ανήρ και πληθ. άνδρες. Το πανάρχαιον όμως Ελληνικόν αρχικώς εις τον πληθυντικόν δεν ήτο άνδρες, αλλά ανέρες, όπερ κατά συγκοπήν έμεινεν άνρες και χάριν ευφωνίας, την οποίαν πάντοτε επεδίωκον οι αρχαίοι Έλληνες, έγινε κατόπιν άν(δ)ρες.
Σκηπτός. αστραπή. Υπάρχει και ρήμα εις την Αλβανικήν σκεπετή= αστράπτει. Εις την αρχαίαν Ελληνικήν υπήρχε σκηπτός=αστραπή, κεραυνός, εξ ου και το ρήμα εν-σκήπτω.
Ρίεθ— ρέει. Ρο9•.=έρρευσε. Πρβλ. το Ελληνικόν ρέω, ρεΐθρον.
Πόρδο— πορδή. Επίσης και το ρήμα επόρδι=έκλασε. ΕΙς την αρχαίαν Ελληνικήν πέρδω και αόρ. β' έπαρδον— έκλασα.
Έρε = αήρ
Σύπερ = επάνω. Είνε δηλαδή το Ελληνικόν υπέρ (υπερ-άνω) με το αρχικον σ, το οποίον πρέπει να θεωρηθή ως δίγαμμα. Πρβλ. και τα εις την Λατινικήν γλώσσαν super=ύπερ(άνω), septem=επτά, sequor =έπομαι, sedilium=εδώλιον και το Σλαβ. Sednam— κάθημαι. Επίσης εις την Σλαυικήν sedem=επτά, sech=εξ και τα τοιαύτα.
Ρrumbus(=πριουμμπίους)=:πρηνής. Εις την Θράκην πολυ εύχρηστος είνε η λέξις προύμτα=πρηνώς, εις αλλά δε μέρη λεγομένη μπρούμιτα.Ουδόλως δε παράδοξον ή λέξις αυτή να διεσώθη εις την Έλληνικήν άπο την Ιλλυρικήν (Πελασγικήν), καθώς διετηρήθη η λέξις βούκα (βεκός), καθώς υπάρχει πάγκοινος και η Σανσκριτική πιθανόν λέξις μούτρο=πρόσωπον, μορφή, ως και η πανάρχαια λέξις κούπα (κύπη, κύπελλον, δοχείον, κοίλον. Πρβλ. δια το τελευταίον και το Λατιν. coelum=ουρανός, δηλαδή το κοίλον).
Ζόμβρος—ο τραγέλαφος. Μεταγενέστερον και εις την Έλληνικήν υπήρχε ζούμπρος=άγριος βούς. Πρβλ. και το σλαβικόν zubr και το ρουμανικόν zimbru 3.
Ζετραία. ούτως εκαλείτο υπό των Θρακών η χύτρα. Πρβλ. και το Ελληνικόν ζέω ι.
Καταλήγοντες σημειώνομεν συγκριτικώς το ρήμα ειμί—είμαι, το όποίον εις την Αλβανικήν διετηρήθη με το δίγαμμα. Γάμ=ειμί γΐέμι—εσμέν
γιέ=εί γίνι=εστέ
ίστιν=εστί γιανή=εισί
Επανερχόμενοι εις την Θρακικήν γλώσσαν παρατηρούμεν, ότι από τάς σωζομένας Θρακικάς λέξεις καθορίζεται η καταγωγή της Θρακικής γλώσσης, ότι είνε συγγενής με την Ελληνικήν.
Ή Θρακική γλώσσα διακρίνεται δια τον Πρωτοδωρικόν ή προδωρικόν της τύπον και χαρακτήρα. Πράγματι δε από όλας τας Ελληνικάς διαλέκτους η Δωρική διάλεκτος φαίνεται, ότι συγγενεύει προς την Θρακικήν γλώσσαν περισσότερον, διότι εις αμφοτέρας προσιδιάζει και αφθονεί ο τύπος και κατάληξις α 2 .
Άλλη σπουδαία καθ’ ημάς συγγένεια μεταξύ των γλωσσών Θρακικής, Ιλλυρικής (Πελασγικής, Αλβανικής) και Ελληνικής είνε το γράμμα θ. Τούτο υπάρχει κοινόν εις τας τρείς αυτάς γλώσσας, λείπει δε και από την Λατινικήν γλώσσαν (εις την οποίαν το θ αντικατεστάθη με το d, ως λ. χ. η λέξις θεός έγινε deus).
Εις τον κατάλογον των επί Ροδόπης φρουρίων του iστορικού Προκοπίου τα περισσότερα ονόματα• είνε Θρακικά, εξ αυτών δε εις πολλά υπάρχει το γράμμα θ, ως Θράσου, Θουδανελάναι, Θαρσάνδαλα, θωκύωδις, Άνθιπάρου, Σαρμαθών, Θρασαρίχου. Επίσης υπάρχει Θυνοί, Βιθυνοί, Ζιβυθίδες κτλ.
Αι Σλαυικαί γλώσσαι δεν έχουν το θ, όπερ είνε γλωσσικόν στοιχείον των ομοφύλων Θρακών, Ιλλυριών και Ελλήνων.
Κατά τον Cazarow ο καθηγητής Νiederle αποφαίνεται, ότι οί θράκες κατά την αρχαιοτάτην εποχήν ευρίσκοντο εις επαφήν με τους ΓΙρωτολαύους και ότι εις τας βορείους διακλαδώσεις των Καρπαθίων, καθώς επίσης και δεξιά των Καρπαθίων μέχρι του Δνειστέρου πόταμου, οι αρχαίοι Θράκες υπήρξαν γείτονες των Σλαύων, διότι αι γλώσσαι αυτών ανήκουν εις την ανατολικήν ομάδα των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Παραδέχεται δε ο Cazarow και αποφαίνεται κατά τον Οberhummer ( Balkanvolker, 22), ότι τα Θρακικά γλωσσικά στοιχεία και αι αρχαί, περί τα οποία εκτυλίσσονται η Βουλγαρική και η Ρουμανική γλώσσα, δεν έμειναν άνευ επηρείας επί των γλωσσών τούτων. Δι΄ αυτών δε εξηγούνται μερικαί χαρακτηριστικαί λεπτομέρειαι των γλωσσών τούτων 1.
Ή γνώμη αυτή του σοφού Βουλγάρου καθηγητού, στηριζομένη επί των λεγομένων των μνημονευθέντων καθηγητών, δεν είνε ορθή και αληθής, καθόσον δεν απεδείχθη, αν υπήρξ ποτέ επαφή και ιστορική ή άλλη τις συνάφεια εις τας αρχικάς των εστίας μεταξύ των Πρωτοσλαύων και Θρακών. Η θρακική γλώσσα, ως προδωρική, είνε συγγενής με την Ελ- ληνικήν. Η δε Σλαυική γλώσσα, ως ανήκουσα εις τον Αρίαν ή Ίνδογερμανικήν ομοφυλίαν, συγγενεύει με όλας τας γλώσσας, τας ανηκούσας εις την οικογένειαν αυτήν και ουχί κατά προτίμησιν περισσότερον με την Θρακικήν.
Απίθανος δε εντελώς και απαράδεκτος μας φαίνεται η γνώμη του Μiklosich, ότι η εξαφάνισις του Ελληνικού απαρεμφάτου κατά τους τελευταίους Ελληνικούς χρόνους οφείλεται εις επίδρασιν της γλώσσης των αρχαίων Θρακών,καθώς συνέβη εις την Βουλγαρικην και Αλβανικήν γλώσσαν 2 .
Άλλη γλωσσική ομοιότης των Θρακών, Ιλλυριών και Ελλήνων εΐνε το γράμμα δ, κοινόν μεν εις αυτούς, μη υπάρχον δε εις τους Λατίνους και Σλαύους.
Από τάς εργασίας περί της Αλβανικής γλώσσης των γλωσσολόγων Αirt και προ πάντων του Weigand μανθάνομεν, ότι οι αρχαίοι Θράκες έθετον το άρθρον εις το τέλος της λέξεως, όπως σήμερον συμβαίνει εις τας Σκανδιναυικάς γλώσσας, εις την Ρουμανικήν, Βουλγαρικήν και Αλβανικήν.
Εις την τελευταίαν τα τρία γένη του άρθρου είνε ι, α, τ.
Ό δε Γίρετσεκ εις την «Ίστορίαν των Βουλγάρων» λέγει ότι υπάρχουν και Ιλλυρικαί (αλβανικαί) ρίζαι εις τα ονόματα των θρακικών λαών.
Ήδη προβαίνομεν εις την περιγραφήν των λέξεων των Θρακών, Φρυγών και λοιπών Θρακικών φύλων, τας οποίας κατωρθώσαμεν να εύρωμεν εις διαφόρους πηγάς, εις όσας, εννοείται, έγινε δυνατόν να ανατρέξωμεν.
ΘΡΑΙΚΙΚΑΙ
Ζαλμός.
Την λέξιν ζαλμός, όπως σημειώνομεν αλλού, μας την διέσωσεν ο φιλόσοφος Πορφύριος εις την φράσιν «την δοράν οι Θράκες ζαλμόν καλούσι»
Δια τούτο λοιπόν ο παρ’ όλων των αρχαίων συγγραφέων καλούμενος Ζάμολξις πρέπει να λέγεται Ζάλμοξις.
Και το Θρακικόν επίσης κύριον όνομα Ευρύ-ζελμις από την λέξιν ζαλμός παράγεται και άλλα, άτινα σημειώνομεν αλλαχού.
Ή θρακική λέξις ζαλμός είνε Ελληνικωτάτη 2.
Βρία.
Ή λέξις αυτή εις την Θρακικήν εσήμαινε πόλιν.
Την ερμηνείαν μας την δίδει ο Στράβων λέγων, ότι «βρία θρακιστί σημαίνει πόλις», εξ ου Μεναβρία, Πολτυμβρία, Σηλυβρία εσήμαινον πολιν του Μένα, του Πόλτυος, του Σήλυος, ονομασθείσαι τοιουτοτρόπως από τους πρώτους αυτών οικιστάς.
Επίσης υπήρχον και άλλαι πόλεις έκτος των υπό του Στράβωνος μνημονευομένων, ως Σκελαβρία, Μασκοβρία, Βολβαβρία.
Κατά τον Ησύχιον βρία εσήμαινε την επ’ αγροίς κώμην, ως και φρούριον, τόπον οχυρόν 3.
Βρία εσήμαινε και πολίχνην 4.
Έλέγετο και μβρία και μπρία, bria—mbria, ως Σηλυ-μβρία, Πολτυ-μβρία, Σαλα-μβρία, η οποία ελέγετο και Σαλαβράκα ι.
Αλλα βρέα ή βρεά έσήμαινε πόλιν, συνοικισμόν.
Υπήρχε και Βρέα, πόλις της Θράκης 2.
Και Βριαντική, χώρα της Θράκης 3.
Και βρα, ως Συμβρα.
Ή λέξις βρία συγγενεύει με την Κελτικήν λέξιν brica ή briga, η οποία ευρίσκεται ως δεύτερον συνθετικόν εις αρχαία Κελτικά ονόματα πόλεων και εθνών, ως λ. χ.
Σεγοβρίγα, πόλις των Κελτιβήρων 4.
Αλλόβριγες ή Αλλόβρυγες, έθνος δυνατώτατον Γαλατικόν 5.
Νιτιόβρίγες 6.
Φαίνεται επίσης συγγενής και με την Ελληνικήν πύργος, την Γερμανικήν burg=πόλις και την Γαλλικήν bourg —κώμη.
Ή λέξις βρία φαίνεται, ότι ήτο κοινή Θρακοφρυγική.
Συμπεραίνομεν δε τούτο, διότι υπήρχεν εις την Πακακανήν λεγομένην Φρυγίαν πόλις Βρία, της οποίας τα νομίσματα είχον την επιγραφήν Βριανών.
Πιθανόν είνε, ότι η λέξις αυτή είνε η ιδία με την βήρα ή βυρα και επί το Ελληνικώτερον βηρίς, ως Γαρσάβαρα Κιλικίας, Ατάβυρις, Κίβυρα Φρυγίας 7.
Βήρα ωνομάζετο φρούριον επί της Ροδόπης εκ των υπό Προκοπίου μνημονευομένων.
Ως και βέρεια, Σελεο-βέρεια Καππαδοκίας 8.
Θεωρώ πιθανόν και εις την λέξιν Δόβηρες, Δόβηρος να είνε Διόβηρος (Διόσπολις), πόλις του Διός, όστις ήτο κατά τους πανάρχαιους χρόνους εκ των μάλιστα τιμωμένων θεών υπό των Πελασγών και των Θρακών γενικώς εις τας υψηλάς Θρακικάς χώρας.
Βάστα.
Κατά τον Ρauli υπάρχει μεταξύ των Θρακικών ριζών, σημαίνει δε οικία. Ευρίσκω, ότι η λέξις αυτή έχει αναλογίαν με την λέξιν Fεστία.
Λέβα.
Εσήμαινεν εις την Θρακικην γλώσσαν πόλιν.
Εις τον Ησύχιον και Στέφανον τον Βυζάντιον ευρίσκονται Αβρο-λέβα, πόλις εις την Θράκην, και Αστε-λέβα, πόλις εις την Λυδίαν .
«Αστελέβη, πόλις Λυδίας, Ξάνθος εν τετάρτη Λυδιακών» 2.
Τέλαιβα, Αλβανίας Καυκάσου 3.
Δέβα και Βέδα.
Ελέγετο επίσης και Δέδα.
Έσήμαινεν εις την Θρακικην γλώσσαν πόλιν, χωρίον και συνοικισμόν. Εις την Δακομοισικήν (Θρακικήν ωσαύτως) γλώσσαν ελέγετο δάβα ή δαύα υπό του Πτολεμαίου.
Ευρίσκομεν δε ταύτα εις τα υπό του Προκοπίου μνημονευόμενα φρούρια παρά τον Ίστρον ποταμόν, ως Ζικίδεδα, Ζισνούδεβα, Κουμούδεβα 4.
Καθώς επίσης και εις τας υπό του Πτολεμαίου αναφερομένας πόλεις της Δακίας και άλλων χωρών.
Δοκίδαυα, Πατρίδαυα, Καρσίδαυα, Πετρόδαυα, Σανγίδαυα, Ουτίδαυα, Μαρκόδαυα, Ζαρίδαυα, Σιγγίδαυα, Κομίδαυα, Ραμίδαυα, Ζουσίδαυα, Άργίδαυα, Νετίνδαυα εις την Δακίαν.
Σουκίδαυα, Δαούσδαυα, Ταμασίδαυα, Πιριβορίδαυα, Ζαργίδαυα εις
Μοισίαν.
Ατάραβα Σαρματίας, Μήδαβα Πετραίας Αραβίας.
Κάνδαυβα Καππαδοκίας.
Κληπίδανα, υπέρ τον Τήρην ποταμόν προς την Δακίαν 5.
Ζάλδαβα, της κάτω Μοισίας βραχύ πόλισμα 6.
Σέβεδα, λιμήν Λυκίας 7.
Πουλπουδάβα, Βουριδαύα 8.
Δάπα.
Και η λέςις αυτή ομοίως εσήμαινε πόλιν.
Ζάλδαπκ, πόλις, υπό του Προκοπίου μνημονευομένη, της Θράκης. Επίσης Άνδραπα. Γαλατίας ι.
Βουρδάπα 2.
Βααάρα.
Μακρός γυναικείος χιτών, τον οποίον εφορούσαν αι γυναίκες εις την Θράκην, προ πάντων κατά τας τελετάς, διό εκαλούντο Βασαρίδες.
Η λέξις βασάρα εις την Θρακικην γλώσσαν εσήμαινε κυρίως την αλώπεκα και κατόπιν, φαίνεται, ήρχισε να σημαίνη το δέρμα της, την αλωπεκήν, από την οποίαν οι Θράκες κατεσκεύαζον όχι μόνον τα καλύμματα της κεφαλής, αλλά και φορέματα (γούνες) ένεκα του δριμυτάτου ψύχους της χώρας των, καθώς μέχρι της σήμερον από δέρματα λύκου, αλώπεκος και προβάτων (προβιές).
«Βασάραι. χιτώνες, ους εφόρουν οι Θράκιαι Βάκχαι».
Βασάρη. αλώπηξ» 3.
Άγουρος.
Κατά τον Ευστάθιον «τους εφήβους οι Αχαιοί καλούσι κούρους, οι Θράκες αγούρους». Κατά τον Κοραήν από την Θρακικήν ταύτην λέςιν άγουρος προήλθεν η κοινότατη και γενική λέξις αγόρι 4.
Άργιλος.
Έσήμαινεν η λέξις αυτή εις την Θρακικήν γλώσσαν τον ποντικόν. Εκ τούτου δε ωνομάσθη και η πόλις της Θράκης Άργιλος, διότι οι οικήτορες είδον ποντικόν, όταν είχον αρχίσει να ανοίγουν τα πρώτα θεμέλια, καθώς είχε συμβή κατά την κτίσιν της πόλεως Αλωπεκοννήσου εις την Θρακικήν χερσόνησον να ιδούν αλώπεκα.
Ωνομάσθη δηλαδή ή πόλις «από οφθέντος μυός, ός Θρακιστί καλείται άργιλος 5.
Άργιλος• ώνομάσθη ούτως, επειδή υπό θρακών ο μυς άργιλος καλείται, σκαπτόντων δε εις το θεμελίους καταβαλέσθαι πρώτος μυς ώφθη» 6.
«Άργιλον τον μυν καλοϋσι Θράκες, ου οφθέντος, πόλιν κατά χρησμόν έκτισαν και Άργιλον εκάλεσαν» 7.
«Άργιλα, πόλις Καρίας» 8.
Σκάρκη.
«Ζκάρκη Θρακιστί αργύρια».
Κατά τον Ησύχιον οι Θράκες ωνόμαζον σκάρκην τα αργύρια. Υποθέτω όμως, ότι θα εκάλουν τα αργυρεία, δηλαδή τα μεταλλεία αργύρου, την γην αργύρου και κατά λάθος εις τα χειρόγραφα θα εσημειώθη αργύρια (συνήθη ήσαν τα λάθη των αρχαίων αντιγραφέων, προς τούτοις δε και η μανία των δήθεν να διορθώνουν τα χειρόγραφα).
Η λέξις σκάρκη έχει μεγάλην συγγένειαν με την Ελληνικήν καρκίνος, διότι ο Ησύχιος επεξηγών την λέςιν αλάβη λέγε, «Αλάβη=λιγνύς, σποδός, καρκίνος».
Δηλαδή σκάρκη και καρκίνος εσήμαινον το ίδιον=λιγνύς, σποδός, στάκτη, χώμα αργυρούχον.
Έκτός τούτου ο Ησύχιος σημειώνει.
Σκαρφών, είδος καμίνου εν τω Μεταλλικώ.
Σκείρος, Φιλητάς την ρυπώδη γην 1.
«Αλάβη, λιγνύς, σποδός, καρκίνος».
«Αλάβη, άνθρακες».
"Αλαβα, μέλαν, ω γράφομεν 2.
Εκ του αλάβη παράγεται κατά την γνώμην μου η λέξις Αλάβανδα.
Δηλαδή αλάβη=μελάνη και άνδα ή άντα=πόλις, τόπος. Όθεν Αλάβανδα=μελανή πόλις η πόλις μέλανος (μελάνης).
Πράγματι δε η πόλις Αλάβανδα ητο κατά την αρχαιότητα διάσημος δια τα λατομεία της, από τα όποία εξήγετο μέλαν μάρμαρον αρίστης ποιότητος.
Κατά τον Ησύχιον η λέξις Αλάβανδα παράγεται εκ του αλαά=ίππος και βάνδα=νίκη, επομένως Αλάβανδα=ιππόνικος, εις την γλώσσαν των Καρών 3.
Εδόθη δε η ονομασία αυτή εις μνημόσυνον νίκης εις ιππικόν τίνα αγώνα.
Σχετικώς προς τα ανωτέρω αναφέρομεν και την Eλληνικήν λέξιν κάλχνη=πορφυρά βαφή.
Ο αυτός Ησύχιος αναφέρει την λέξιν κάρχνη, ότι σημαίνει άργυρις, δηλαδή χώμα αργυρούχον, μεταλλεία αργύρου.
Έχει επομένως ή λέςις κάρχνη μεγίστην σχέσιν με τάς ανωτέρω δύο λέξεις σκάρκη και καρκίνος 1.
Ανάγλυφον τι της Μοισίας εικονίζει ήρωα έφιππον (πιθανόν τον ήρωα της Θράκης) και έχει επιγραφην Κυραίκνη.
Το όνομα, το όποιον είνε αναμφισβητήτως Θρακικόν, ίσως να έχη σχέσιν τινά με τας λέξεις σκάρκη και καρκίνος.
Γέντα.
Έσήμαινε Θρακιστί τα κρέατα, σπλάχνα, έντερα 2.
«Γέντα, τα μέλη. Του Καλλιμάχου,
Γέντα βοός μέλδοντες» 3.
Είνε η ιδία Ελληνική λέξις εντός—έντερον με το δίγαμμα εις την αρχήν.
Γέντερ.
Έλέγετο Θρακιστί η κοιλία 1.
Βρυνχός, κιθάρα. Θράκες 5.
Τορέλλη, επιφώνημα θρηνητικον συν αύλω, Θρακικόν 6.
Ζίλαι—Ζείλα.
Ο οίνος παρά Θραξί 7.
Παράβαλε προς το ζήλας η ζήλος, ως και ίβηνα=οίνος (Κρήτες) ή βήλα.
Θράττης.
Ο λίθος υπό Θρακών 8.
ΦΡΥΓΙΚΑΙ
Οι περί την συγκριτικήν γλωσσολογίαν ακριβολογήσαντες περιήλθον εις το συμπέρασμα, ότι οι Φρύγες αποτελούν μέσον τινά κρίκον μεταξύ των αρχαιοειδών Αρίων και των Ελλήνων. Οι Φρύγες απεκάλουν τον Δία Βαγαίον δια λέξεως, ήτις σανσκριτιστί μεν σημαίνει την μακαριότητα, ζενδιστι δε και σλαυιστί τον θεόν (Βοgh). Άλλ’ ωνόμαζον αυτόν και Σαβάζιον δια προσηγορήματος, όπερ ελληνιστί τε και ινδιστί εκδηλώνει το σέβειν. Είχον δε προσέτι αυτά τα των Ελλήνων φωνήεντα και νόμους φωνητικούς αντιστοίχους
Οι Φρύγες ωμίλουν μίαν γλώσσαν αρκετά διακεκριμένην της Ελληνικής, άλλ’ ήτις ανήκεν εν τούτοις εις την αυτήν οικογένειαν 2.
Ή Φρυγική γλώσσα είνε συγγενέστατη προς την Ελληνικήν έχουσα τα ίδια φωνήεντα, τας αυτάς καταλήξεις και γράμματα του αλφαβήτου.
Φρυγικής γλώσσης ολίγα σώζονται λείψανα, αι μεν ως υπό των αρχαίων λεξικογράφων και άλλων συγγραφέων παραδεδομέναι λέξεις, αί δε ευρισκόμεναι εις τάς Φρυγιστί συντεταγμένας επιγραφάς, εκ των οποίον σπουδαιόταται είνε αι δίγλωσσοι Ελληνιστί και Φρυγιστί συντεταγμέναι 2.
Λέξεις ΦΡΥΓΙΚΑΙ
Βεκός.
Εις την Φρυγικήν γλώσσαν εσήμαινεν άρτον 4.
Φαίνεται, ότι και οι Κύπριοι εκάλουν τον άρτον βεκός. Σχετικώς προς τούτο εις τον Στράβωνα ευρίσκεται η φράσις, «ο δε 'Ιππώναξ λέγει Κυπρίων βέκος φαγούσι» 5.
Συγγενίς προς την λέξιν ταύτην είνε η αρχαιότατη Δωρική (Λακωνική) λέξις «βέσκεροι=«άρτοι,Λάκωνες» (Ησύχ.).
Ως επίσης και η Βυζαντινή «βούκα, ο εστίν άρτος» 6.
Ή λέξις βούκα ή βουκιά διετηρήθη εις την δημώδη.
Το δε βεκός διετηρήθη εις την Αλβανικήν ως βεκ ή μπούκο=άρτος.
Βέδυ.
Η λέξις βέδυ κατά τα νεώτερα γλωσσολογικά πορίσματα φαίνεται ότι είνε Θρακομακεδονική ανήκουσα και εις την Φρυγικήν γλώσσαν.
Οι Φρύγες έλεγον το ύδωρ βέδυ.
Πολυτιμότατος είνε ο εις τα Ορφικά αποσπάσματα διασωθείς στίχος,
Βέδυ νυμφάων καταλείβεται αγλαόν ύδωρ 7.
Διότι όχι μόνον διεσώθη εις τον στίχον τούτον η Φρυγική αυτή λέξις, αλλά προ πάντων διότι έχομεν τον χαρακτηρισμόν, ότι εγίνετο τρόπον τινά χρησις της λέξεως αυτής συμβολικώς εις θρησκευτικάς περιπτώσεις, σημαινούσης, ό,τι σήμερον εννοούμεν λέγοντες την λέξιν αγιασμός (αγιασμένον ύδωρ ιεροτελεστίας), ως και η περικοπή.
«Βέδυ τους Φρύγας το ύδωρ φησί καλείν, καθά και Ορφεύς.
Και Βέδυ Νυμφάων καταλείβεται αγλαόν ύδωρ.
Αλλά και ο θύτης Δίων ομοίως φαίνεται γράφων. «Και βέδυ λαβών κατά χειρών καταχέου και επί την ιεροσκοπίην τρέπου» 1.
Βράτερε.
Έσήμαινεν η Φρυγική αυτή λέξις τον αδελφόν. Είνε ίσον με το Ελληνικόν φράτωρ, φρατήρ = αδελφός και με το Λατινικόν επίσης frater= αδελφός.
Είπομεν δε, ότι συνήθης είνε εις την Θρακομακεδονικήν η εναλλαγή των γραμμάτων β και φ.
Ακεστής.
'Ή και ακοστής, ελέγετο υπό των Φρυγών ο ιατρός.
Ανάλογος προς αυτήν λέξις εις την αρχαίαν Ελληνικήν είνε η λέξις άκος=θεραπεία.
Εις τους Φρύγας δηλαδή ακοστίς εσήμαινεν ό,τι εις την αρχαία Ελληνικήν η λέξις ακεστήρ ή, όπως σήμερον λέγεται, θεράπων ιατρός.
Βαγαίος.
«Ζευς Φρύγιος», αλλά και μέγας, πολΰς, ταχύς.
Έλέγετο δηλαδή ο Ζεύς βαγαίος ως μέγας θεός.
Συγγενής προς την Φρυγικήν αυτήν λέξιν ήτο η Δωρική λέξις βαζός— βασιλεύς (δηλ. μέγας) και στρατηγός, ως Λάκωνες.
Επίσης βάγιον=μέγα .
Κύβελα.
Ο Ησύχιος λέγει, ότι οι Φρύγες ωνόμαζον κύβελα τα σπήλαια, τα όρη, τα άντρα και εν γένει τους βράχους. Εκ τούτου και η θεά Ρέα, ως λατρευθείσα κατά πρώτον εις τα σπήλαια, ωνομάσθη Κυβέλη 3.
Πάπας.
Έσήμαινεν εις την Φρυγικήν γλώσσαν πατήρ, κύριος.
Και εις τον Όμηρον όμως σημαίνει τον πατέρα, διότι, ως γνωστόν, όταν η Ναυσικά εζήτησεν από τον πατέρα της την άδειαν να υπάγη με τάς φίλας της εις το ρυάκι, δια να πλύνη τα φορέματα, τον ωνόμασε «πάπα φίλε»=αγαπητέ πατέρα.
Ο Ηρόδοτος μας λέγει, ότι ορθότατα κατά την γνώμην του ο Ζεύς εκαλείτο Παπαίος, δηλ. πατήρ 1.
Ανάλογον προς τούτο ευρίσκομεν εις τον Ησύχιον.
«Πόποι, Απίων φησί δαίμονες (θεοί) είσι πόποι. Και εστίν, ω δαίμονες» 2.
Επίσης και εις τον Τζέτζην
«Πόποι—οι θεοί, όθεν πολλάκις, ω πόποι τινές παρ’ Όμήρω αντί του ω θεοί, η δε λέξις Δρυόπων» 3.
Ακρισίας.
«Κρόνος παρά Φρυξί» 4.
Άκριστις.
«κλέπτρια, αλετρίς. Φρύγες» 5.
Αργυίτας.
«την λάμιαν, Φρύγες» 6.
Αγαδυούς.
«θεός τις παρά Φρυξίν, ερμαφρόδιτος»7.
Αδάμνα.
«Φρύγες τον φίλον Αδάμνα λέγουσιν».
Εκ του «αδαμνείν=φιλείν 8.
Αζένα, πώγωνα Φρύγες ".
Άζενον, γενειώντα10.
Βαλλήν, τον βασιλέα. Φρύγες 11.
«Λίθος καλούμενος αστήρ, όστις εϊωθε νυκτός βαθείας δίκην πυρός λάμπειν, προσαγορεύεται δε εις την διάλεκτον των Φρυγών βαλλήν, όπερ εστί μεθερμηνευόμενον βασιλεύς.
Και όρος Βαλληναίον, όπερ εστί μεθερμηνευόμενον βασιλικόν» 12.
Βάμβαλον ιμάτιον. Κ αϊ το αιδοίον Φρύγες 13.
Βρεκύνδαι, δαίμονες. Οι Φρύγες 1.
Αττάλη, φάρυξις, υπό Φρυγών 2.
Γάλλαρος.
Φρυγικόν όνομα, εσήμαινε δε έντερα. Οι Λάκωνες (Δωριείς) γάλλια έλεγον τα έντερα 3.
Γάνος.
Ή ύαινα υπό Φρυγών και Βιθυνών.
Ο Αριστοτέλης λέγει γλάνος=ύαινα 4.
Γέλαρος, η αδελφού γυνή Φρυγιστί 5.
Πρβλ. το Ομηρικόν γαλόως και αττ. γάλως= αδελφού γυνή ή ανδραδέλφη. Λατινικόν glos 6.
«Γλούρεα», χρύσεα. Φρύγες. Αλλά και το γλουρός εσήμαινε χρυσός. Προς το γλουρός ανάλογον είνε το χλωρός (ωχρός, κίτρινος) 7 .
Δάος, φως, δάδα, πυρ, φλόξ, φέγγος, αυγή. Και υπό Φρυγών λύκος= το φως (δηλαδή λύκη, αμφι-λύκη, Λυκα-βηττός 8.
Πρβλ. και το Λατινικόν lux— φως.
Επίσης (δάος=θάος=θώς.
Ζέλκια, λάχανα. Φρύγες 9.
Ζακυνθίδες κολοκύνθαι. Λυδοί 10
Πρβλ. και το Ελληνικόν ζακελτίδες = κολοκύνθαι (Ησύχ.) ή ζεκελτίδες=γογγυλίδες ή κολοκύνθαι (Βοιωτοί) 11.
Ζέμελεν, βάρβαρον ανδράποδον. Φρύγες12.
Πρβλ. και το Ελληνικόν δάμαλις. Επίσης και το διαμελέοι=οικέται (ανδράποδα, δούλοι), ως παρ' Ησυχίω. Το δε ζ=δ.
Πιθανόν το ζέμελεν να έχη σχέσιν και με τα εξής.
«Αζοί και θεράποντες καλούνται οι δούλοι, ως Κλείταρχος, άοζοι οι υπηρέται, θεράποντες, ως Καλλίμαχος» 13.
Ζεύμα, η πηγή. Φρύγες 1 .
Πρβλ. και τα Ελληνικά δεύμα=υγρόν. Επίσης δεύω=βρέχω. Και δύη=κρήνη (Ησύχ.). Χεύμα, χέω. Το Δε ζ=δ, ως είπομεν.
Ζέτνα.
«Φρύγιος η λέξις, σημαίνει δε την πύλην» 2.
Κημός, οσπριόν τι παρά Θραξί 3•
Κίκλη• το άστρον άρκτος. Φρύγες 4.
Κίκλη σημαίνει άρκτος και άμαξα.
Πρβλ. και τα Ελληνικά κύκλος και κίκελος=τροχός (Ήσύχ.).
Κίμερος, νους. Φρύγες 5.
Μανία, Φρυγιστι καλή 6 .
Μα, πρόβατα. Φρύγες 7.
Εις τον Όμηρον μήλα=πρόβατα.
Συγγενή προς ταύτα φαίνονται τα ονόματα των ζώων.
Μαρίν, την συν, Κρήτες.
Μηκάδες, αίγες. Και μναάδες και μίκλαι 8.
Ναινεύρη, νη τον Άρη. Φρύγες 9.
Νινήατος, φρύγιον μέλος 10.
Πρβλ. και το Ελληνικόν νανούρισμα.
Ξενώνες, οι ανδρώνες υπό Φρυγών 11.
Σύκχη, υποδήματα Φρύγια 12.
Ναί μην εις τους Φρύγας εσήμαινε— ναί 13.
Αι δε ανευρεθείσαι Φρυγικαί επιγραφαί, γραμμέναι με Ελληνικά γράμματα, είνε τούτο μεν αρχαιότεραι των Ελληνικών χρόνων, τούτο δε μεταγενέστεραι των Ρωμαϊκών χρόνων.
Αι επιγραφαί αύται εδημοσιεύθησαν υπό του Ramsay 14.
Ιδού τινές εξ αυτών. Ελληνικών χρόνων.
1 — Άτις αρίκαιβος ακινανάγαβος Μίδαι Βανάκται βλαβαλταϊ έδαες.
2 —Βαβα μανάβαις Προταβος κφιζαναβόρ σικεμαν έδαες.
Ρωμαϊκών δε χρόνων.
1 — Ιος νι σεμουν κνουμάνει κακουν εδαετ ετιτετιγμενος ειτου.
2 — Ιος νι σεμουν κνουμανει κακουν αββερετ αινι ετιτετιγμενος ειτου.
3 — Ιος νι σεμουν κνουμανι κακουν εδαες.
αϊνι μανκατι ετιτετιγμενος ειτου.
4 — Ειος νι σεμουν κνουμανι κακουν αδδακετ
ζειρα κε οι πειες Κ ετιτετιγμένα αττισαδ ειτνου.
5 — Ιος νι σεμον κνουμανι κακόν αδακετ
αινι οι θαλαμεν δη Διως Ζεμελω . . . ικμενος ειτου.
6 —ιος σα σορου κακέ αδακετ με ΖεΜεΛω
ετιτετιγμενος ειτου.
Γενικώς δε και εν περιλήψει η έννοια των επιγραφών τούτων είνε, =Ός αν τούτω τω τάφω φέρει (επιφέρει κακόν, προξενήσει), οντος καταραμένος έστω (είη).
Επί των λέξεων τούτων φέρομεν τας ακολούθους παρατηρήσεις.
Ιος=ός. Το ός (όστις) εις την Φρυγικήν γλώσσαν ήτο ως ις, ιός, ειος.
Νι=άν. Πρβλ. το Ελλην. ήν=άν, κατά μετάθεσιν δε το ήν=νη (νι).
Σα σορού— ταύτης της σορού.
Το σα=αύτη Πρβλ. τα αρχαία Ελλ. σήτες, τήτες, σάτες=ούτοι 1 .
Επίσης και σήμερον, δωρ. σάμερον (τήμερον=ταύτην την ημέραν).
Το σα έχει δοτικήν σεμούν = τούτω εις την Φρυγικήν, εις την οποίαν αινι=ούτος, εκείνος. Αλλά και εις την Αρμενικήν γλώσσαν άϊν=ούτος, εκείνος. Με τούτο συγγενεύει το αρχαίον Ελληνικόν ειν=εκείνος 2.
Κνουμάνι και σίκεμαν=τάφος, ήρωον.
Πρβλ. το Αρμενικόν κουνέμ=κοιμώμαι, κοιμητήριον.
Ως επίσης και το αρχαίον κνημός=κοιμητήριον.
Ζειρά = τέκνα.
Πρβλ. τα Ελληνικά σειρά— γενεαλογία (Σουΐδας) και το Θεσσαλικόν ερέας=τέκνα (Ήσύχ.)
Πειες=απόγονοι.
Πρβλ. το Ομηρικόν πηοί=συγγενείς εξ αγχιστείας.
Είτου=έστω.
Δωρικώς είτω.
Όσον αφορά δε τον ρηματικον τύπον αδδακετ, αββερετ, αδακετ σημαίνει προξενήσει, επιφέρει, θέσει (θίημι=ποιώ, Ησύχιος) ή φέρει.
Το αββερετ είνε συγγενές με το φέρω=βέρω εις την Φρυγικήν (διότι β=φ εις τους Θρακομακεδόνας, ως είπομεν).
Ο Kretschmer σημειώνει ως ίδιον τύπον και το λάψιτ με το λάψετ.
Ο ίδιος σημειώνει, ότι οι Φρύγες είχον και το βάκιτ = εποίησε 1.
Τόσον δε το βάκιτ, όσον και άδδακετ, άββερετ τριτοπρόσωπα παρουσιάζουν πανάρχαιον τύπον. Όμοιος, αν και κατά τι παρηλλαγμένος, με τον τύπον τούτον διετηρήθη εις τα εις μι Ελληνικά ρήματα, ως δίδωσι, τίθησι, αφίησι κτλ., τα οποία εις τον αρχαιότατον τύπον ήσαν δίδωτι, τίθητι, αφίητι. Το τίθητι διετηρήθη εις Δελφικήν επιγραφήν.
Ο τύπος ούτος διετηρήθη εις την Λατινικήν γλώσσαν, ως ferret, det, jacet, amat κτλ. Επίσης εις τα τρίτα πρόσωπα των ρημάτων των Σλαυϊκών, ως oret, vervat, patouvat κτλ.
O τύπος των εις μι ρημάτων είνε o αρχικός, αρχέτυπος.
Ότι δε η κατάληξις του τρίτου προσώπου των εις μι ρημάτων ήτο αρχικώς και εις την Έλληνικήν τι, φαίνεται από το μόνον διατηρηθέν τοιούτο εστί, όπερ αναμφιβόλως είνε εσ-τί.
Πρβλ. προς τούτο το Λατινικόν est, αλλά προ πάντων το Σλαυϊκόν τρίτον πρόσωπον jesti και το Αλβανικόν (Ίλλυρ.) isti=έστί.
ΛΥΔΙΚΑΙ
Λάβρυς.
Λυδική λέξις σημαίνουσα τον πέλεκυν, όστις εις μεν τους Κάρας ήτο σύμβολον του Διός, γενικώς δε ήτο σύμβολον ιερόν όλων των Θρακοπελασγικών λαών.
«Λυδοί λάβρυν τον πέλεκυν ονομάζουσι 2 .
Μυσός.
Η λέξις αύτη ήτο μεν το εθνικόν όνομα του Θρακικού έθνους των Μοισών (Μυσών), αλλ' εις την Θρακικήν γλώσσαν εσήμαινε την οξύην (οξειά).
«Ότι τους Μυσούς οι μεν Θράκας, οι δε Λυδούς ειρήκασιν, έτυμολογούντες και το όνομα το των Μυσών, ότι την οξύην ούτως ονομάζουσιν οι Λυδοί» 3.
«Μύσον, την οξύην Μυσοί» 1.
Ακυλλόν, το αιδοίον Λυδοί 2.
Πρβλ. και το Ελληνικόν άκυλος=βάλανος (βαλάνι), αλλά και βάλανος ή του πέους 3.
Αμφύταινον ο δίσκος υπό Λυδών 4.
Αστραλίαν, τον Θράκα, Λυδοί 5.
Βρίγα, ο Ιόβας υπό Λυδών αποφαίνεται βρίγα λέγεσθαι τον ελεύθερον 6.
Βάσκε πικρολέα=πλησίον έξεθόαζε. Λυδιστί7 (βάσκε=πορεύου, λέγε, ανάστηθι, κατά Ήσύχιον). Πρβλ. βαίνω.
Βάστι κρολέαζε=θάττον έρχου. Λυδιστί 8.
Βαθύρρη, γαλή, ικτίνος, υπό Λυδών 9.
Βάκκαρις, μύρον Λύδιον 10.
Ιμμούς, βούς. Λυδοί 11.
Ίωπι δεύρο. Λυδοί 12.
Ανάλογον τούτου ευρίσκομεν το Ελληνικόν ίθι.
Κοαλλδείν, Λυδοί τον βασιλέα. Και καλόϊς ο βασιλεύς 13.
Λαίλας, ο τύραννος υπό Λυδών14.
Νύχμα, όνειδος. Λυδοί ψολός 15
Παραμήνη, η των θεών μήρα. Λυδοί 16.
Τάργανον, όξος, Λυδοί 17.
Ιβρί και Ιβύ.
«Τινές το βοαν, οι δε το πολύ. Εστί δε Λυδών»18.
«Βρί, επί του μεγάλου και ισχυρού και χαλεπού τίθεται. Ιβύκη=ευφημία.
Βρίακχος, βριαρώς (βριαρώς βρίαγλος) βαρέως ιακχίζουςα, βριαρήν, βαρείαν, ισχυράν. Ίβυς ή ευφημία. Ίβύει=βοά.
Βριαρόν, κραταιόν, ισχυρόν, μέγα, βαρύν, άγριον 1.
Ανάλογοι προς ταύτα είνε και άλλαι εκτός των ανωτέρω Ελληνικαί λέξεις, ως βριθύ, βριάω, βριμάομαι, Βριμώ (μεγάλη θεά, ισχυρά), βρίθω= γέμω, βρίμη (υψι-βρεμέτης), Βριάρεως=βριαρός, ο μυθολογικός ισχυρότατος γίγας.
Καρύκη.
Περίεργος ζωμός. «Βρώμα Λύδιον εξ αίματος και άλλων εδεσμάτων συγκείμενος» 2.
Εκ τούτου και το Ελληνικόν καρυκεύω.
Μώλαξ, Λυδοί τον οίνον 3.
Μωύς, η γη, Λυδοί4
Πρβλ. προς τούτο το Ελληνικόν μα=η μήτηρ γη.
Παλμύς, βασιλεύς, πατήρ, Λυδοί 5.
Τυμνία, οι Ξάνθιοι λέγουσι τυμνίαν την ράβδον 6.
Τεγούν, Λυδοι τον ληστήν 7.
Σανάπαι, οι μέθυσοι.
Άλλα και σάναπτιν τον οινιώτην 8.
Σάρπους, κιβωτόν. Βιθυνοί ξυλίνας οικίας 9.
Συκαλόβος, ράβδος ποιμενική. Μυσοί 10.
ΠΑΜΦΥΛΙΚΑΙ
Και οι Παμφύλιοι θεωρούνται της ιδίας οικογενείας των Θρακοπελασγών.
Κατά τον Παυσανίαν «Παμφύλων γένος μέτεστιν Ελληνικού'» 11.
Παραθέτομεν τας ολίγας διασωθείσας Παμφυλικάς λέξεις, αίτινες είνε πράγματι συγγενείς προς την Ελληνικήν γλώσσαν.
Αβελίην, ηλιακήν. Παμφύλιοι 1.
Αλλά και οι Κρήτες έλεγον αβέλιον τον ήλιον (Ησύχ.)• βέλα (Fέλα) Δε ο ήλιος και αυγή υπό Λακώνων (Ησύχ.)
'Ή μάλλον αFελίον, δωρικώς. Ηέλιος, ιωνικώς (Όμ.).
Αγόν, εν Πέργη την ιέρειαν ούτω καλούσι 2.
Πρβλ. τα ελληνικά αγία, αγνή.
Αωοι, θεοί οι εκ Δρόμου μετακομισθέντες εις Σαμοθράκην και Λήμνον 3.
Αδρί, ανδρί. Παμφύλιοι 4.
ΚΑΡΙΚΑΙ
Άλα οι Κάρες καλονσι τον ίππον, βάνδα δε την νίκην. Εκ του Αλαβάνδου εκλήθη η πόλις της Καρίας Αλάβανδα, ο εστί κατά την Κάρων φωνην ιππόνικος 5.
Σούαν οι Κάρες καλούσι τον τάφον, γελάν δε τον βασιλέα. Εξ ού και η πόλις της Καρίας Σουάγγελα 6'.
Γίσσα. Τη Καρών φωνή λίθος ερμηνεύεται, νυν' δε τους πλακώδεις και μαλακώδεις λίθους γίσσα λέγομεν 7.
Πρβλ. και το κίσηρις=ελαφρόπετρα.
Κως. Δέρμα, Κάρες 8.
Πρβλ. κάρ, κάρνος=πρόβατον (Ησύχ.), βόσκημα (κείρω).
Και Όμηρ. κώας, κώς, κώεα=προβάτων δέρματα 9.
ΛΥΚΙΚΑΙ
Κάδρεμα.
Λυρικόν, πόλις Λυκίας, ερμηνεύεται δε σίτου φρυγμός 10.
Πρβλ. και το Ελλην. καίω.
Ως και τα Ελλην. κάχρυς, καχρύδιον=πεφρυγμένη κριθή και όλα τα πεφρυγμένα (Ήσύχ). Ως και κίδνη, κίδρα=πεφρυγμένη κριθή (Ήσύχ.).
Κοδομή=η τας κριθάς φρύγουσα (Ήσύχ.), κοδομεύειν=κριθάς φρύγειν (Ήσύχ.) Ως επίσης και Κάνδαρος=άνθραξ (Ήσύχ.) 1.
Ύλαμοι, καρποί. Λυκικόν 2.
Πάταρα, όνομα αγγείου, Λυκικόν.
Πρβλ. ποτήριον.

Eκτ;oς των λέξεων τούτων, αi oποίαι διεσώθησαν, υπάρχουν και διάφοροι Θρακικοί καταλήξεις, αι οποίαι συντελούν τα μέγιστα εις την εξήγησιν πολλών Θρακικών ονομάτων, είνε δε άφ’ ετέρου απόδειξις της συγγενείας τούτο μεν των Θρακικών φυλών αναμεταξύ των, τούτο δε και μετά των Ελληνικών.
Πάρα.
Κατά τινας πάρα είνε κατάληςις Θρακικών ονομάτων, κυρίως δε πόλεων ή φρουρίων, ημείς όμως αδιστάκτως θεωρούμεν αυτήν λέξιν και όχι κατάληξιν.
Έσήμαινε δε είς την Θρακικήν γλώσσαν πόλιν, φρούριον, μάλλον δε τόπον στενόν και οχυρόν, οχυράν διάβασιν (κλεισούραν), πιθανόν και ό,τι το Ελληνικόν .πόρος=διάβασις.
Επίσης έσήμαινε και συνοικισμόν, γένος και φυλήν.
Πολλαί Θρακικαί πόλεις και φρούρια, ως αναφέρει ο Προκόπιος εις το περί Κτισμάτων, έχουν συντεθή με την λέξιν .πάρα. Ως λ.χ. Βησσαπάρα, Σουσζουπάρα, Βόσπαρα, Βέπαρα, Βηλαϊδέπαρα, Δρουζιπάρα ή Δροσιπάρα, Βηρίπαρα, Βουζίπαρα, βαζάπαρα., Γαλούπαρα, Σκα- ρίπαρα, Φουσιπάρα, Καππαδοκίας 3.
Ζάπαρα, Ζύπαρος, Μουτζιπάρα, Βαξοπάρα, Γελουπάρα, Κλασαλοπάρα, Στρατοπάρα 4.
Η λέξις πάρα, ως είπομεν, είνε συγγενής με την Ελληνικήν λέξιν πόρος.
Αλλά και εις την Σανσκριτικήν ευρίσκεται η ιδία λέξις ως pur, por, pori..
Εiς τaς λέξεις δηλαδή αυτάς απαντά και εφαρμόζεται o γενικός κανών των συγγενών Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, κατά τον oποίον, όπου υπάρχει εις τίνα ρίζαν το α, εις την ιδίαν ή εις άλλην τινά συγγενή γλώσσαν πρέπει να αναζητήσωμεν το ε και το ο (ως λ. χ. βάλλω, βέλ-ος, βολ-ή).
Αλλ’ η εκδοχή ότι το Θρακικόν ο μεταβάλλεται εις α, ενώ τουναντίον το Φρυγικόν φυλάσσεται, είνε αμφισβητήσιμος, ως παρατηρεί ο πολύς Kretschmer 1.
Δρουζιπάρα σημαίνει πόλις των Οδρυσών.
Είνε αληθές ότι ο λαός ούτος της Θράκης απεκαλείτο από τους Έλληνας Οδρύσαι, διάφοροι δε νομισματικοί των τύποι ήσαν Οδρυζιτών, Οδροσιτών, Οδοσι, Οδροσων, Οδροσωσ, Οδροσ, Οδροης.
Αλλά φαίνεται πολύ πιθανόν, ότι αναμεταξύ των εις την γλωσσάν των θα ελέγοντο μάλλον Δρούσοι, Δρούζοι, Δρύζοι, Δρύσοι.
Συμπεραίνεται δε τούτο και από το όνομα της πόλεως Δρουζιπάρα ή Δρουσιπάρα, το οποίον σημαίνει πόλιν των Δρούσων ή Δρούζων.
Σπουδαίαν προς τούτο συμβολήν μας δίδουν και οι Λατίνοι συγγραφείς, από τους οποίους οι Οδρύσαι αποκαλούνται Odrusae, δηλ. Οδρούσοι 2
Έκτός τούτων έχομεν και το εξής. Μετά την Ρωμαϊκήν δηλαδή κατάκτησιν της κυρίως Θράκης, αυτή είχε διαιρεθή εις στρατηγίας και στρατιωτικάς περιφερείας. Μεταξύ τούτων ο Πτολεμαίος εις την Γεωγραφικήν του υφήγησιν περιλαμβάνει, ως είπομεν, και την στρατηγίαν Δροσικήν, ήτις ουδεμία άλλη είνε, ει μη η κυρίως χώρα των Οδρυσών.
Εν τοιαύτη περιπτώσει δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η πόλις Δρουσιπάρα θα εσήμαινε πόλιν των [0]Δρυσών.
Προς το Δρύσης δε αυτό έχουν μεγάλην αναλογίαν και ταυτότητα όχι μόνον διάφορα αρχαιότατα Θρακικά ονόματα, αλλά επίσης και Ελληνικά.
Δρής λ. χ. ωνομάζετο κατά τον αρχαΐον σχολιαστήν ο υιός του Ορφέως.
Δρύας της μυθολογικής εποχής υιός του Άρεως κατά τον Απολλόδωρον3 .
Δρώοι, Θρακικός λαός.
Δρύμαι, λαός εις την Δωρίδα, πιθανόν Θρακικός.
Δρούζον, πόλις της Φρυγίας 4.
Δριμώ, Αλκυονίς 1.
Δρυάδες, νύμφαι μυθολογικά κτλ.
Κατά τον Βλάσιον Σκορδέλην εν τοιαύτη περιπτώσει Οδρύσαι εσήμαινε Δρύοπες2.
Τούτο δε φαίνεται εις ημάς αληθές, καθόσον υπήρχε και έθνος Θρακικόν Δρύοπες, κατοικούντες εις την Βιθυνίαν πλησίον των Βεβρύκων, ως εσημειώσαμεν αλλαχού.
Έχομεν ειπεί, ότι εκτός άλλων Θρακικών πόλεων και ονομασιών εις παρα υπήρχε και η πόλις Βόσπαρα, το οποίον έχει στενωτάτην αναλογίαν προς το Βόσπορος.
«Τα τοπικά ονόματα Βόσπορος και Βυζάντιον είνε Θρακικά. Η παράδοσις, ότι το Βυζάντιον έλαβε το όνομα αυτού εκ του αρχηγού των Μεγαρέων Βύζαντος, είνε εντελώς μυθική, διότι υπήρχεν εκεί προηγουμένως πόλις Θρακική προ της αποικίσεως των Μεγαρέων. Τούτο δε φανερώνει και η ετυμολογία της λέξεως. Το όνομα είνε σύνθετον εκ τίνος Θρακικης λέξεως Βούζ ή Βύξ, ήτις σημαίνουσα πιθανώς στενόν ευρίσκεται εις το ωσαύτως ελληνοποιηθέν Βόσπορος, και εκ του γνωστής Αρίας καταγωγής (;) ονόματος αντα (=όρος, τόπος), υπάρχοντος εις τα αρχαία Μικρασιατικά ονόματα Αλάβανδα, Ορίανδος, Όρμανδος, Δαλίσανδος και τα τοιαύτα» 3.
Καθ’ ημάς όμως η λέξις Βυζάντιον παράγεται από το Βύζης κάι άντα, δηλαδή Βύζου-άντα=Βύζου πόλις, Βυζάντιον.
Και αντα ή ανδα μεν, ως και αλλαχού σημειώνομεν, εσήμαινεν εις την Θρακικήν γλώσσαν πόλιν, τόπον, θέσιν κτλ., Βύζης δε ητο κύριον Θρακικόν όνομα. «Ή Κερόεσσα τω θαλασσίω μιγείσα Ποσειδώνι τίκτει τον καλούμενον Βύζαντα, τούνομα τούτο λαβόντα εκ της θρεψάσης αυτόν κατά την Θράκην νύμφης Βυζίης» 4,
Και ως μας διέσωσεν ο Ιστοριογράφος Ζωναράς, κατά τον όποιον ο μονάρχης των Οδρυσών, όστις παρέδωκε τον Ψευδοφίλιππον εις τους Ρωμαίους, ωνομάζετο Βύζης 5.
Έκτος τούτου έχομεν και την πολυτιμοτάτην μαρτυρίαν του σοφού Βυζαντινού Ιστορικού Κεδρηνού, κατά τον οποίον «το Βυζάντιον υπό Βύζου βασιλέως της Θράκης ωκίσθη, ως δε τίνες υπό Μεγαρέων» 1.
Άλλα ποίαν αράγε σημασίαν δύναται να έχη η λέξις Δρύσης; Η λέξις Δρύσης έχει συγγένειαν με την Σανσκρ. drus, druma, daru το Ζενδιβ. dru, το Αλβαν. (Ιλλυρ.) dru και με τα Ελληνικά δρυς, Δρης, Δρυάδες, Δρύας, Δρύμας, Δρώοι, Δρύοπες, δρυμός, δρία, δένδρον, δόρυ, δουρός, την Μακεδονικήν δάρυλλος=δρύς (Ήσύχ.), ως και με την παναρχαίαν λέξιν δούρα=ξύλα.
Εκ της λέξεως δούρα ωνομάσθη και ο ξύλινος ίππος των Ελλήνων Δούρειος 2.
Η λέξις δούρα ευρίσκεται αυτούσιος εις τον Όμηρον με την αρχαίαν της σημασίαν=ξύλα. «Και δη δούρα σέσηπε νέων και σπάρτα λέλυνται»= και τα ξύλα μάλιστα των πλοίων έχουν σαπίσει». Πλην μετά τον Όμηρον η λέξις έπεσεν εις αχρηστίαν.
Διετηρήθη όμως η λέξις δούρα εις την λέξιν Δουρόστολον Δουρότελις και εις μερικά επίθετα. Εκ τούτων τίνα έχουν το δούρι με την σημασίαν=δόρυ, ως λ. χ. δουρικλυτός=περίφημος δια το δόρυ τοξότης, δουριμανής=πολεμικός, δουρίληπτος και δοριάλωτος=αιχμαλωτισθείς εις τον πόλεμον, δορίκτυπος=πολεμικός. Εις άλλα όμως το δούρο διατηρεί την αρχικήν του σημασίαν (δούρα=ξύλα), ως λ. χ. δουροπαγής=κτισμένος, συντεθειμένος με ξύλα, δουροτόμος=ο κόπτων, πελεκών ξύλα, υλοτόμος.
Ή λέξις πάρα εφέρετο, ως εξελληνισμένος τύπος, ως πάρος, παρόν καί πάρα (τα πάρα, πληθυντ).
Η πόλις λ. χ. Δρουζιπάρα ελέγετο από τους μεταγενεστέρους συνήθως Δριζίπαρος. Επίσης Βέπαρος, Βηληϊδίπαρος κτλ. 3.
Εις μεταγενεστέραν δε εποχήν η τόσον πτωχή γεωγραφία, ως τόσον προσφυώς λέγει ο καθηγητής Τσούντας, της Θράκης επλουτίσθη με νέον όνομα δι’ επιγραφής θρακικής. Την λέξιν Δωδόπαρος 1.
Παραλλαγάς της λέξεως πάρα ή συγγενείς προς αυτήν και Θρακικάς ευρίσκομεν τας εξής.
πείρα, ως Τόπειρα.
περα, ως Ισγίπερα.
βαρα, ως Στύβαρα, Ζουρόβαρα, πόλις Δακίας, Σόβαρα, πόλις Καππαδοκίας 2.
βρα, αβα ή αρβα, άτινα από το βαρα. Ως λ. χ. Δαλάταρβα, Ατάραβα Σαρματίας, Σούρουβα κτλ 3.
δαρα, ως Αρκοβάδαρα, Χολμαδάρα Συρίας, Μάρδαρα Καππαδοκίας4•
σαρα, ως Σαπρισάρα κάτω Μοισίας, Δεπισάρα, Παδισάρα, Σάρπος δε εσήμαινε πύργος 5.
Ανάλογα, αν μη και συγγενή, προς τα ανωτέρω δύνανται να θεωρηθούν τα εξής ονόματα κύρια Μικράς Ασίας, της οποίας οι λαοί ήσαν συγγενείς των Θρακών ή Θρακοπελασγών.
Πισιγγάρα, Κασάρα, Ευσιμάρα Καππαδοκίας, Ουαρσάπα 6.
Κίβυρα, Άνδειρα, Δελέγων πόλις, Καρίας, Άνδειρα. Μυσίας•
Άστειρα ή Άστυρα, Θυάτειρα Μυσίας 7
Λίμυρα Λυκίας, Σίμυρα Συρίας.
Κίδραρα, μεταξύ Φρυγίας και Λυδίας 8.
Λάβαρα, πόλις Καρίας 9.
Έκτός των καταλήξεων τούτων πειοα, περα, βαρα, βρα, δαρα, σάρα, αι οποίαι δυνατόν είνε να θεωρηθούν και ως λέξεις ή μάλλον ως Θρακικαί τοπωνυμικαί καταλήξεις, υπάρχουν και αι εξής Θρακικαί καταλήξεις.
σσος,
ήτις παρουσιάζει διαφόρους παραλλαγάς, ως
ησσος, ισσός, σσα, ασα, ασσα, εσσα, ισσα, ασις, ιασις, ασσεια, ίσση, ηττός.
Φέρομεν δε παραδείγματα από όλα τα μέρη της Θράκης, Ελλάδος, Μικράς Ασίας και άλλων χωρών, καταδεικνύοντα την κοινην γλωσσικήν προέλευσιν και συγγένειαν των εθνών αυτών.
Σαλμυδησσός, Οδησσός, Πρυμνησός, Αλικαρνασσός, Τελμησσός, Τυμνησσός, Δρουβησός Δακίας, Λιμισσός, Ζελμισσός, Πάμισος Μεσσηνίας.
Βολισσός, πανάρχαια πόλις της Χίου. Λίσσος, πόλις Ιλλυρίδος. Ταφιασσός.
Τεγησσός, άκρωτήριον Κύπρου. Ταμασσός, πόλις Κύπρου.
Καρησσός, πόλις Τρωάδος. Λυρνησσός, πατρίς Βρισηίδος.
Κιδυησσός. Πειρωσός. Παισός. Πήδασος.
Ασσησός πόλις Μιλησίας γης.
Πρεπενισσός, Λυρνησσός Μυσίας.
Ασσός Βιθυνίας. Κυδισείς Βιθυνίας.
Ερεσός Λέσβου. Πίασος, άρχων Πελασγών, ου θυγάτηρ Λάρισα.
Ιηλυσσός Ρόδου.
Αριασσός, Τερμησσός, Πετενισσός Γαλατίας.
Ζωπαρισσός, Τιταρισσός, Σημισσός, Καβασός, Ζοραπασσός, Λακριασσός, Ύσσος, Μεγαλοσσός, Σαβαλασσός, Νανασσός, Αδοπισσός, Ιασσός Καππαδοκίας, Κοροπασσός Λυκαονίας.
Μερμισσός περι Λάμψακον, Μερμησσός Φρυγίας, Άμβασον Φρυγίας.
Αριασσός, Καβησσός, Τερμησσός, Πεδνηλισσός, Κολοβρασσός Παμφυλίας.
Ίασσός, Ύδισσος, Ιηλυσσός, Βαδυσσός, Κρυασσός, Τυμνισός Καρίας.
Σελγησσός, Σαγαλασσός, Πετνηλισσός, Πιτυασσός, Ααρασσός, Ταρβασσός, Κορησσός, Τερμησσός, πόλεις Πισιδών. Αρτύμνησσος Λυκίας.
Ισσός, Ταρσός, Κιλικίας.
Μεχλεσσός Κολχίδος.
Βρεσσός, Μεγάλης Αρμενίας.
Βηρυττός, Βαρβαλισσός, Θελμενισσός, Συρίας.
Τευμησσός, λόφος Θηβαίων, Υηττός και Μυκαλησσός, πόλεις Βοιωτίας, Τερμησσός ή Περμησσός, ποταμός Βοιωτίας, Τυμφρηστός.
Υμηττός, Βριλησσός (το Πεντελικόν), Παρνασσός, Ταφιασσός, Αρδηττός, λόφος όπισθεν του Σταδίου (αλλά και Άρδυς, αρχαίος βασιλεύς της Λυδίας και Αρδί-σταμα, πόλις της Καππαδοκίας) Λυκαβηττός, Γαργηττός, δημος Αττικής, Κηφισσός, Ιλισσός, Σφηττός, πόλις αρχαίας Άττικης.
Άμβασον, πόλις Φρυγίας. Δύνδασον, πόλις Καρίας.
Αμνισσός, ποταμός Κρήτης. Άμβρυσος, πλησίον Αβών.
Τύλισος, πόλις Μινωική (Κρήτης). Κνωσσος Κρήτης 1.
Τίασσα. Αμάσεια.
Λίβυσσα Βιθυνίας. Άργισσα. Λάρισα. Άμφισσα.
Άντισσα, Μύλασα, Πάσσα, Ύδισσα Καρίας, Άρπασα Καρίας, Ίσσα, Ίσση, Κάρισσα Γαλατίας. Ίσσα εκαλείτο πρότερον η Λέσβος.
Κόρμασα, Κόρβασα, Όλβασα, Ορβάνασσα Παμφυλίας, Βάργασα Καρίας.
Έρμώνασσα, Βοίνασα, Βαρβάνισσα, Καλτιόρισσα, Γοδάσα, Δάγουσα, Λεύγαισα, Νύσσα, Λαύγασσα, Όλβασα Καππαδοκίας και Κιλικίας.
Αρτάνισσα, Ζάλισσα Ιβηρίας Καυκάσου.
Τίνισσα, Δαράνισσα Μεγάλης Αρμενίας, Κάμισα, Τόμισα Αρμενίας.
Τολμίδεσσα, 'Έμισα, Γέρασα Συρίας, Ποιάεσσα Μεσσηνίας.
Τραγασαί. Παγασαί 2.
ησκο- ισκος-ισκη.
Γαρησκός, Δραβησκός, Δορίσκος, Βορμίσκος.
Ζάλησκος, ποταμός Γαλατίας 3.
Εργίσκη. «Της Θράκης εστιν από Εργίσκου του Ποσειδώνος και Άβας νύμφης 4.
δίζα (και ο εξελληνισμένος τύπος διζος), ήτις εσήμαινε τείχος 5.
Έσήμαινε δε η δίζα εν γένει φρούριον, τόπον, τόπον οχυρόν, σταθμόν, ως Τυρόδιζα, ίτις κατά την γνώμην μου πρέπει μάλλον να γράφεται Τυρόδιζα=φρούριον, πόλις του Τήρη.
Επίσης έχομεν τα Οστούδιζος, Βουρτούδιζος, Ταρπόδιζος.
Επίσης Δένιζος, Όπιζος, όπου απαντά το ιζος αντί διζος.
Επίσης έχομεν και Αρά-βυζα, όπως εκαλείτο αρχαιότατα η Φρυγική πόλις Πεσσινούς 6.

Κάν-δυβα, πόλις Λυκίας 1.
O Βλάσιος Σκορδέλης εφρόνει, ότι η πανάρχαια αυτή Θρακική κατάληξις δίζη είνε συγγενής με το Σανσκριτικόν sidami, το Λατινικόν sedeo, το άοχ.Γερμανικόν sizzu το Ελληνικόν έδ-ω, έδρα,ιδρύω κτλ. 2.
Κατά ταύτα είνε συγγενές και με το Σλαβικόν sedia, sediliste κτλ.
νδα
Τούτο και ως ντα κοί με εξελληνισμένον τύπον παρουσιάζεται ως
νδος ή δνος.
Καδύανδα, Τέβενδα, Λάρανδα, Μουσβάνδα, Καππαδοκίας.
Τρίβαντα, Φρυγίας.
Πισίνδα, Παμφυλίας.
Αλάβανδα, Λάβρανδα, Καρύανδα, Άλινδα, Πάσανδα Καρίας.
Κύϊνδα, Οινόανδα, Κάλινδα, Αρύκανδα, Λυκίας,
Πασσάνδα, παρά το Αδραμμύτειον.
Λάρανδα, Λυκαονίας.
Σίνδα, Σαρματίας.
Βιράνδη, Βαβυλωνίας 3.
Προς ταύτα ανάλογα και συγγενή φαίνονται τα εξής.
Τιβάσσανδα, Ουάσανδα, Σέβεδα, Σύναδα, Σύννεδα, Άλυδδα, Άμβλαδα, Άδαδα κτλ.
Vίνδος Ρόδου.
Άσπενδος Παμφυλίας.
Ορόμανδος, Δαλίσανδος, Ποδυανδός, Λεανδις Καππαδοκίας.
Λέβεδος, την οποίαν εξ αρχής ενέμοντο οι Κάρες.
Κάλυδνος Βοιωτίας, Καλύκαδνος, Κύδνος Κιλικίας 4.
Ή λέξις ανδα ή αντα είνε πανάρχαια σημαίνουσα τόπον, πάλιν. Ως λ. χ. Αλάβη-ανδα = Αλάβανδα. Πάσα-ανδα = Πάσανδα, Πάσσα-ανδα= Πασσάνδα. Λάρα-ανδα=Λάρανδα. Λάβρυς-ανδα=Λάβρανδα.
Επίσης και Άβαι-αντα=Άβαντα 5.
ινθος — υνθος.
Πανάρχαια κατάληξις ή λέξις Θρακική σημαίνουσα τόπον, τόπον οχυρόν, φρούριον.
Έχομεν ήδη σημειώσει μέχρι τούδε, ότι αι λέξις δαμα, παρα, διζα, ανδα (νδα—ινδα) και ινθος (υνθος) σημαίνουν, ως και η λέξις βρία (μβρία), πόλιν οχυράν ή φρούριον.
Φαίνεται εκ τούτου, ότι γενικώς οι Θράκες κατεσκεύαζον τας πόλεις των φρούρια ή υψηλά οχυρώματα, απαράλλακτα όπως και οι Πελασγοί κατεσκεύαζον τας τύρσεις (πύργους) των, εξ ου και Τυρσηνοί ωνομάσθησαν, δηλαδή πυργίται καθώς ωνομάζοντο δια τον ίδιον κατά πάσαν πιθανότητα λόγον και οι Κρήτες Πυργίται1.
Τοιαύται οχυραί πόλεις κατασκευασμέναι κατά τον Θρακοπελασγικόν τρόπον εις την Ελλάδα ήσαν ο Ορχομενός, η Λυκόσουρα και η Τίρυνς.
Αυτό το όνομα της Τίρυνθος φαίνεται έλκον την καταγωγήν του εκ των γιγαντιαίων οχυρώσεων της. Διότι συμφώνως προς μερικάς συγκρίσεις, οφειλομένας εις τον Loepsius, το όνομα τούτο, καθώς και πολλών άλλων πόλεων Πελασγικής ωσαύτως κατασκευής, εγκλείει την ρίζαν τύρσις, δια του οποίου οι Πελασγοί υπεδείκνυον τα οχυρώματά των κτισμένα με αμόρφους ογκολίθους 2.
Την σαφή εξήγησιν τούτου ευρίσκομεν εις τον Ησύχιον, όστις ρητώς λέγει,
Τυρίς, ο περίβολος του τείχους.
Τύρρις• πύργος, έπαλξις, προμαχών.
Τύρσις, τα αυτά.
Τύρσος, το εν ύψει οικοδόμημα 3.
Αι λέξεις αύται σημειούνται από τον Ησύχιον βεβαίως ως Ελληνικαί, πλην ουδεμία πρέπει να ύπάρχη αμφιβολία, ότι είνε καταγωγης Πελασγικής πολιτογραφηθείσαι, ως και τόσαι άλλαι, κατά τους πρώτους Ελληνικούς ακόμη χρόνους εις το τότε σχηματιζόμενον Έλληνικον λεξιλόγιον.
Ή λέξις ή κατάληξις αδιάφορον ινθος-υνθος εσήμαινε τόπον. Δυνάμεθα όθεν να εξηγήσωμεν, ότι και η λέξις λαβύρινθος παράγεται από το λαβρυς και ινθος, δηλαδή σημαίνει τόπον (ιερόν, ναόν), όπου ως σύμβολον ήτο κατατεθειμένος ο λάβρυς (=ο πέλεκυς, διπλούς πέλεκυς).
Αι πρόσφατοι ανασκαφαί της Κνωσσού της Κρήτης απέδειξαν ταύτα ως αναμφισβήτητα. Άλλως τε έχομεν ήδη σημειώσει, ότι εκτός των γηγενών Κρητών οι Πελασγοι ήσαν εκ των αρχαιοτάτων της νήσου κατοίκων. Υπήρχε δε εις αυτην η αρχαιότατη πόλις Γόρτυ(ν)ς 4.
Ή λέξις Ζήρυνθος εσήμαινε σπήλαιον (τόπον).
Ζευς Λαρίνθυος, επώνυμον του Διός ως εκ της πόλεως (Λάρινς), εις την οποίαν ελατρεύετο 1.
Αράκυνθος, πόλις Βοιωτίας. Πρεπέσινθος, μικρά νησος Κυκλάδων.
Αρίνθη, πόλις Οινώτρων 2.
Ράσκυνθος, πόλις Θράκης 3.
Κόρινθος. Κήρινθος, ποταμός Ευβοίας. Αράκυνθος, όρος Αιτωλίας.
Κύνθος, η νήσος Δήλος και όρος αυτής, ιερόν Αρτέμιδος και Απόλλωνος, όστις εκαλείτο Κύνθιος4 .
Αμάρυνθος, κώμη Ευβοίας, Προβάλινθος Αττικής, Τρικόρυνθος Μαραθώνας.

Ή Θρακική γλώσσα δεν διεπλάσθη ούτε διεμορφώθη γραμματολογικώς ή γραμματικώς, αλλ’ έμεινεν εντελώς πρωτόγονος και ανεπεξέργαστος.
Ο Αριστοφάνης, όστις σατυρίζει τους Θράκας ως τραχείς, αξέστους και απολίτιστους, διακωμωδεί αυτούς και γλωσσικώς. Εις τάς Όρνιθας του παρουσιάζει επί της σκηνής Τριβαλλόν Θράκα, όστις λέγει την λέξιν Ναβαισατρεύ, σημαίνουσαν δηθεν το ναι.
Επίσης λέγει την φράσιν «Σαυνάκα βακταρικρούσα».
Άλλ είνε αι λέξεις αύται πραγματικώς Θρακικαί ή είνε επινόησις της φαντασίας του μεγάλου κωμικού 5 ;
Εις το τέλος της κωμωδίας αυτής ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Τριβαλλόν, ως γνωρίζοντα δήθεν να ομιλή και την Ελληνικήν γλώσσαν και λέγοντα, «Καλάνα κόραυνα και μεγάλα βασιλιναύ όρνιτο» (εννοείται το ρήμα παραδίδω), αντί δηλαδή να είπη «καλήν κόρην μεγάλου βασιλέως όρνισι (παραδίδωμι) 1.
Ο Αριστοφάνης διακωμωδεί επίσης και την μητέρα του Κλεοφώντος, η οποία ήτο Θράσσα και ανεμίγνυε κατά την ομιλίαν της εις την Ελληνικήν γλώσσαν λέξεις Θρακικάς, λέγει δε περί αυτής δια τούτο, ότι ομιλεί «χείλεσιν αμφιλάλοις» 2.
Οι Θράκες διετήρησαν το γλωσσικόν των ιδίωμα μέχρι της εποχής των Μακεδόνικων ή Ελληνιστικών χρόνων. Ήρχισε δε κυρίως ο γλωσσικός εξελληνισμός των Θρακών από τους Μακεδόνικους χρόνους και ετελείωσε κατά τους πρώτους χρόνους της Βυζαντινής εποχής. Εις την γλωσσικήν ταύτην αφομοίωσιν συνετέλεσαν προ πάντων αι πολλαί καθ’ όλην την Μακεδονίαν και Θράκην Ελληνικαί αποικίαι, καθώς και εις την Μικράν Ασίαν, όπου ο γλωσσικός εξελληνισμός φαίνεται ότι συνετελέσθη ταχύτερον.
Περί τούτου δε έχομεν τιν μαρτυρίαν του Στράβωνος, όστις κατά τας αρχάς του πρώτου μ. Χ. αιώνος ακμάσας λέγει δια τους Θράκας της ΒΔ Μικρας Ασίας, ότι μετά την Ρωμαϊκήν κατάκτησιν τα περισσότερα των εθνών τούτων έχασαν ή απέβαλαν και τα ονόματα των και τάς διαλέκτους των 3.
Εκ των βορείων Θρακών οι Γέται και οι Δάοι (Δάκες) απέκτησαν ως γλώσσαν των την Λατινικήν, διότι οι Ρωμαίοι ίδρυσαν πολλάς στρατιωτικάς και εμπορικάς αποικίας εις τας άνωθεν του Δουνάβεως χώρας.
Οι ορεινοί δε και εις απόκεντρα μέρη κατοικούντες Θράκες είχον διατηρήσει περισσότερον χρόνον την γλώσσαν των.
Οι Βησσοί διετήρησαν την γλώσσαν των μέχρι του Ε' και ΣΤ' μ. Χ. αιώνος. Περι δε των Δαρδανίων λέγεται, ότι προσελθόντες εις τον Χριστιανισμόν κατά τον δεύτερον ή τρίτον μ. Χ. αιώνα έκαμνον την λειτουργίαν εις την Θρακικην γλώσσαν έχοντες και Θράκα επίσκοπον.
Ο Στράβων, ειδικώς ασχοληθείς περί των Θρακικών φύλων της Μικράς Ασίας, κάμνει μίαν ορθοτάτην παρατήρησιν, ότι οι Πελασγοί, οι Μακεδόνες και οι Θράκες εκαλούντο από τους Έλληνας βάρβαροι, όχι διότι ωμίλουν άλλην γλώσσαν, αλλ’ ωνομάσθησαν κατ’ αρχάς βάρβαροι «κατ’ ονοματοποιίαν•» όσοι ωμιλούσαν μεν την Ελληνικήν γλώσσαν, αλλ’ επρόφερον αυτήν δυσεκφόρως, σκληρώς και τραχέως. Αυτούς λοιπόν απεκάλουν βαρβάρους, κατ'’αρχάς μεν δια να τους λοιδορήσουν (κορροϊδέψουν) τρόπον τινά ως παχυστόμους ή τραχυστόμους, έπειτα δε καταχρηστικώς μετεχειρίσθησαν οι Έλληνεςτο γλωσσικόν τούτο γνώρισμα ως ένα κοινόν εθνικόν όνομα, δια του οποίου εξεχώριζον τους Έλληνας άπο τους ομιλούντας έτσι με παχύ στόμα ή τραχέως. Άλλως τε και αυτοί ακόμη οι Έλληνες εχωρί- ζοντο κατά τάς διαλέκτους εις Αχαιούς, Δωριείς, Αιολείς, Ίωνας κτλ. 1.
Εις το ζήτημα της προφοράς εδίδετο εξαιρετική σημασία εις τας αρχαίας Αθήνας, αι οποίαι κατείχον τα σκήπτρα της πνευματικής κινήσεως. Επ' αυτής εστηρίζετο ολόκληρος η αγωγή των νέων, οι οποίοι υπεχρεώνοντο εις ειδικάς σχολάς, παιδαγωγικώτατα ρυθμισμένας, να καταρτίζωνται εις την ρητορικήν και διαλεκτικήν, άτινα εθεωρούντο εφόδια και προσόντα απαραίτητα δια κάθε νέον μορφωμένον και καλης ανατροφής 2.
Σημείωοις. Εις το κεφάλαιον τούτο, εις το οποίον ησχολήθημεν ειδικώς περί της γλώσσης των αρχαίων Θρακών, προσθέτομεν ολίγα τινά περί της καταγωγής των σημερινών κατοίκων της κυρίως Θράκης.
Θεωρούμεν απογόνους των αρχαίων Θρακών τους Πομάκους, την ρωμαλέαν και πολεμικήν φυλήν, η οποία ως όλως ξεχωριστή φυλή κατοικεί εις την βορειοανατολικήν Ροδόπην. Φαίνεται, ότι οι Πομάκοι κατ’ αρχάς εξεσλαυίσθησαν, κατόπιν εξισλαμίσθησαν, πλην διετήρησαν ως γλώσσαν σλαυικόν τι ιδίωμα, αλλά και ιδιαίτερα φυλετικά γνωρίσματα. Πιθανόν φαίνεται, ότι οι Πομάκοι είνε απόγονοι των Βησσών Θρακών, οίτινες κατοικούσαν την χώραν ταύτην, ή των Δίων.
Οι δε Αχριάνηδες, κάτοικοι επίσης της Ροδόπης, φαίνεται ότι είνε οι αρχαίοι Αγριάνες. Και δεν συμπίπτει μεν η τοποθεσία των Αχριάνηδων προς την χώραν, όπου διέμενον οι Αγριάνες, πλην κατά την διαρροήν τόσων αιώνων έγιναν τόσαι μετακινήσις, ώστε δεν είναι διόλου παράδοξον, ότι οι Αχριάνηδες πιεζόμενοι υπό των εκ βορρά κατελθόντων Σλαύων μετεκινήθησαν πολυ νοτιώτερον. Καί οι Αχριάνηδες ομιλούν την σλαυικήν γλώσσαν, πλην τόσον αυτοί, όσον καί οι Πομάκοι, δεν έχουν σλαυικά γνωρίσματα, απ’ εναντίας δε αποτελούν φυλετικώς και θρησκευτικώς ξεχωριστά έθνη.
Εκ των Ελλήνων δε κατοίκων της σημερινής Θράκης θεωρούμεν ως κατ’ εξοχήν Θρακικά φύλα τους καλουμένους Γκραβανίτηδες και τους Μάρηδες, οι οποίοι κατοικούν κυρίως επί των χαμηλών υπωρειών της μέσης ανατολικής Ροδόπης παρά τον παραπόταμον του Έβρου Έρυθροπόταμον (Κιζίλ-Δερέ) εις το εύφορον οροπέδιον και τας μεταξύ Διδυμοτείχου καί Ορτάκιοϊ κλιτύας.
Αποτελούν δε ούτοι ολωσδιόλου ξεχωριστήν Θρακικην φυλήν, ήτις κυρίως διακρίνεται δια το υψηλόν και ρωμαλέον ανάστημα (υπάρχουν και βραχύσωμοι, πλην επίσης ρωμαλέοι και εύτονοι), δια τα μαύρα μαλλιά και την εξαιρετικην αντοχήν. Άνδρες καί γυναίκες φορούν ιδιαιτέραν κεντημένην ενδυμασίαν και καλύμματα της κεφαλής επίσης κεντημένα. Είνε δε κατ' εξοχην πόται, καθώς δηλαδή οι αρχαίοι Θράκες. Αι δύο αύται φυλαί παρουσιάζουν ουσιώδη διακριτικά γνωρίσματα, ως και εις τα κεντημένα ακόμη, αναμεταξύ των.
 Επικοινωνία : karipidis@e-istoria.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου