Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΣΟΥΦΛΙΩΤΙΚΗ ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 2






 Οι 7 νταήδις

Έξ ξικίνσαν οι νταήδις για να πάνι στου μπαίρ.
Να μαζέψουν κουκουνάρις , γιάλ’ δεν είχανι χαίρ.

Κι όταν πίρανι του ρέμα, του τρανό μι τς βατσινιές,
τους απάντσει ου Γιαννάκους που γυρνούσι απ τς’ καρές.

Είχι κι αυτός στουν όμου, του μικρό του μπαλτατζούδ’,
αμά εκουψι του δρόμου για να πάρ του μπακιρτσούδ’.

Πούχι κρύψ σι μια κουφάλα ‘που μουρά στούν Άι Λιά,
είχι μέσα μια μπουμπότα, μια ντουμάτα κι ιλιά.

Κι πααίνουν οι νταήδις , μπρός οι έξ , πίσου Γιαννάκς.
Όσπου έφθασαν στου δάσους , μα νταλάκιασι Μουλιάκς.

Έκατσαν σι κάτ τσιαμούδια , για να χάψουν κάτι τις.
Ήταν ου Μουτιός , ου Γόλης , ου Πουτιόλας, ου Ντιαφλής.

Κι μαζί μι τουν Αλέκου, βρήκαν την τρανή μισιά,
Πούχι μέσα κουκουβάις στην κουφάλα την βαθιά.

Έκατσαν κι τις μοιράσκαν , δικατρία τα πουλιά,
απού διό πήρ’ ου καθένας , ου Γιαννάκους πήρι μια.

Γάνοιασι κι γύρσι πίσου, στουν ουντά κι στην μαμάτ,
Θα ματσί βριμένου ήταν , τάκουσι κι απ’τουν μπαμπά τ’.

 Άλλ’ μια  ιστορία μπίτσι, που έγινι παλιά Σουφλί.
Ήτανι ιφτά νταήδις , κί ήταν όλοι τους καλοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου