«’ς σα ταφία»
ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΤΑΦΙΚΟ
ΕΘΙΜΟ
Του Αντωνίου Ρούσση
Κάθε Κυριακή του Θωμά η καρδιά του Πόντου κτυπά, στα
Σούρμενα του Ελληνικού, στην Αττική, όπου οι Πόντιοι δεν ξεχνούν την ιστορία
τους, τούς αγώνες, τις πατρίδες πού άφησαν πίσω τους και είναι πάντα βαθειά
ριζωμένες μέσα στην μνήμη τους.
Από την πρώτη χρονιά της εγκατάσταση τους εδώ τηρούν
το Ιστορικό έθιμο των Ταφίων καταδεικνύοντας το αξίωμα της φυσικής
συνέχειας των Σουρμενιτών προγόνων τους.
Η Ένωση Ποντίων Σουρμένων ανελλιπώς και απαρέγκλιτα από το 1924 δεν έπαυσε να
τιμά και να εορτάζει και το ταφικό τους έθιμο, του όποιου οι ρίζες βρίσκονται
βαθειά μέσα στις χιλιετηρίδες της ιστορικής τους διαδρομής.
Το έθιμο αυτό είναι ό πυρήνας του Ποντιακού πανηγυριού
πού βιώνεται από τούς Σουρμενίτες κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την
Ανάσταση.
Είναι ή δεύτερη μεγαλύτερη σύναξη των Ποντίων ανά το
Πανελλήνιο μετά την εορτή της Παναγίας Σουμελά.
Πλήθος Ποντίων απ όλη την Ελλάδα συγκεντρώνονται για
να χαρούν τη μεγάλη Ποντιακή εορτή προς τιμή των προγόνων. Ξαναζωντανεύουν εδώ
στην Αττική Γή το πανάρχαιο αυτό έθιμο ξαναθυμίζοντας μας τα πιστεύω εκείνα και
τις άξιες, πού οριοθετούν τις ρίζες της φυλής μας. Το ταφικό έθιμο και οι άλλες
εκδηλώσεις πού το πλαισιώνουν
στόχο έχουν την διατήρηση και τη μεταλαμπάδευση του
Ποντιακού πολιτισμού στους νεώτερους. Πιστεύω ότι ό ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ
ΜΑΣ. Η δύναμη εναντίον της αλλοτρίωσης πού μας κατακλύζει, της ισοπέδωσης των
αξιών πού μας αφανίζει.
Πρέπει να ανασύρουμε από τη λήθη τον πνευματικό
Ποντιακό πολιτισμό. Αγνοημένα κομμάτια του Ελληνικού πολιτισμού.
Να τον κάνουμε γνωστό στους
Πανέλληνες, για να αναγνωρισθεί και να πάρει τη θέση πού του αρμόζει (να μπει
στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας και τα αναγνωστικά).
«Ηγέρθη,
ουκ έστιν ώδε»
«Οι Πόντιοι της περιοχής του Ελληνικού και ειδικά των
Σουρμένων την ημέρα της Γιορτής του Θωμά βιώνουν ταφικό έθιμο που το έφεραν
μαζί τους από τον Πόντο, όπου γινόταν τη δεύτερη μέρα της Ανάστασης.
Την ημέρα αυτή λοιπόν οι
νοικοκυρές ετοιμάζουν από νωρίς ένα ταψί με διάφορα στεγνά τρόφιμα, τσουρέκια,
αυγά, μεζέδες και ούζο. Πηγαίνουν στην εκκλησία και όταν σχολάσει όλοι μαζί,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατευθύνονται στο νεκροταφείο της περιοχής.
Εκεί ο καθένας πηγαίνει στον τάφο του κεκοιμημένου
του. Ακουμπάει το ταψί με τα τρόφιμα και το ούζο πάνω στον τάφο και περιμένει
τον ιερέα να κάνει τρισάγιο.
Περιμένοντας εγκωμιάζουν το νεκρό, θυμούνται τα προτερήματα του, τις
καλοσύνες, τις χάρες, τα γλέντια με τους φίλους του και γενικά ό,τι είχε σχέση
με τη ζωή του και ό,τι θα προκαλέσει την αίσθηση της ζωντανής παρουσίας του
ανάμεσα τους. Είναι μια μέρα χαράς, γιατί η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου και
των νεκρών είναι βαθιά και αληθινή.
"... Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον
εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε".
Σαν τις μυροφόρες έρχονται στον τάφο οι σημερινές
γυναίκες των Σουρμένων και χαίρονται τηνανάσταση του αγαπημένου προσώπου.
Όταν έρχεται ο ιερέας κάνει τρισάγιο, τρώει, πίνει και
εύχεται "Θεός σχωρέστ' τον".
Ύστερα οι συγγενείς προσφέρουν σε γνωστούς, φίλους και
άγνωστους ούζο και μεζέδες, τρώνε και
πίνουν καθισμένοι γύρω από τον τάφο και εύχονται
"συχωρεμένος να εν".
Αν ο αποθανών αγαπούσε το τραγούδι οι φίλοι του του
τραγουδούν με τη συνοδεία της λύρας.
Στον Πόντο λένε πως πήγαιναν στα διπλανά λιβάδια και
γλεντούσαν τρώγοντας, πίνοντας,
τραγουδώντας και χορεύοντας όλη τη μέρα. Και εδώ
παλαιότερα αυτό έκαναν, τώρα όμως πηγαίνουν
στην πλατεία και ακολουθεί πλούσιο καλλιτεχνικό
πρόγραμμα.
Οι συγγενείς και οι φίλοι πηγαίνουν "σο
ταφίν" (στον τάφο) αφού συμπληρωθεί ένας χρόνος από την ημέρα του θανάτου
του προσφιλούς προσώπου». (Από τις σελίδες του βιβλίου «Σ' σα Ταφία», της
Χρυσάνθης Συμεωνίδου - Χείλαρη).
Μνημόσυνα στην Αρχαιότητα
Μετά τον ενταφιασμό και κατ' άλλους την ενάτη ημέρα από το θάνατο,
συγκεντρώνονταν οι συγγενείς και οι στενώτεροι φίλοι του αποθανόντος στο σπίτι
του ή στο σπίτι του πλησιέστερου συγγενούς του, για να παραστούν στο λεγόμενο
περίδειπνο, προς ανάμνηση και εξύμνηση του αποθανόντος. Οι εξ αίματος συγγενείς
μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν αποχή από το φαγητό ή τουλάχιστον από την
κρεοφαγία και για πρώτη φορά επανέρχονταν στις διατροφικές τους συνήθειες, αφού
προηγουμένως θυμιάτιζαν και ράντιζαν.
Όσο διαρκούσε το περίδειπνο εξυμνούσαν και εγκωμίαζαν
τα προτερήματα και τις αρετές του αποθανόντος. Παραστάσεις περιδείπνων έχουμε
στην αρχαία γλυπτική, στα επιτάφια μνημεία κ.λ.π. Μετά την ταφή και το
περίδειπνο οι συγγενείς προσέφεραν διάφορες νεκρικές θυσίες ή εναγίσματα, τα
νομιζόμενα. Η πρώτη θυσία γινόταν την τρίτη ημέρα και ονομάζονταν τρίτα, η
κυρίως όμως ημέρα για την απόδοση τιμών ήταν η ενάτη, τα ένατα, κατά τα οποία
προσέφεραν τέλεια γεύματα, ομοίως η τριακάς κατά την τριακοστή ημέρα και η
ετησία κατ' έτος.
Έχυναν δε επάνω στον τάφο, μελίκρατον -σπονδές από
μέλι - γάλα και οίνο, τις οποίες επαναλάμβαναν κάθε χρόνο, στόλιζαν τον τάφο με
ταινίες, τον ράντιζαν με μύρα και τον εστεφάνωναν. Άλλες φορές έκαιγαν άνθη ή
στάχυα και φρόντιζαν με επιμέλεια να αφήνουν ποσότητα γάλακτος και πλακούντος
μέσα σε αγγεία.
«Στην αρχαιότητα κάθε χρόνο, "καθ’ ενιαυτό"
γινόταν πάλι μια τελετή, περίπου σα μνημόσυνο. Τα παιδιά επισκέπτονταν τους
τάφους των προγόνων και τους προσέφεραν φαγητό και ποτό. Αυτό μάλιστα
διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.
Μετά την μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), οι Πλαταιείς
υποσχέθηκαν να παραθέτουν προς τιμήν των νεκρών ετήσιο γεύμα. Μετά από έξι
αιώνες, επί των ημερών του Πλουτάρχου, η υπόσχεση εκείνη εξακολουθούσε να
εκτελείται. Αλλά η "μακάρια"αναφέρεται και στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Όταν ο γέρο Πρίαμος, ο πατέρας του Έκτορα, πήρε το νεκρό σώμα του γιού του από
τον Αχιλλέα έδωσε τις πιο κάτω εντολές:
"... Εννιά μέρες μέσ’ το παλάτι θα τον
μοιρολογούμε, στις δέκα θα τον θάψουμε και η μακάρια θα γένει, μετά τις έντεκα
πάνω σ' αυτόν θ'ασκώσομε μνημούρι..."» (Ομήρου Ιλιάς, μετ. I. Κακριδή - Ν.
Καζαντζάκη)·
Ανθεστήρια και «Ιεροί χύτροι»
Όμως το ταφικό έθιμο, που βιώνουν μέχρι σήμερα στα Σούρμενα αποτελεί τη
συνέχεια ενός άλλου αρχαίου εθίμου πένθους και μνήμης, των ιερών χύτρων, εορτές
που τελούσαν κατά την 3η ημέρα τωνανθεστηρίων και δεκάτη τρίτη του μηνός Ανθεστηριώνος
(Αριστ. Αχ. 1076, Βάτρ. 218). Τα Ανθεστήρια εορτάζονταν στις 11,12, και 13 του
μηνός, δηλαδή στο τέλος Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου σήμερα και ήταν τριήμερη
εορτή. Τα Ανθεστήρια ήταν εθνική εορτή, - Αττική και Ιωνική- και την εόρταζαν
σε πολλά μέρη που είχαν Αθηναϊκή και Ιωνική επιρροή, αλλά και σ’ άλλες περιοχές
της Ελλάδας από τη Θράκη και τον Πόντο μέχρι την Μασσαλία.
Οι «Χύτροι» ωφείλουν το όνομα τους σ’ ένα είδος
πήλινων δοχείων, τις χύτρες, οι οποίες εχρησίμευαν για το βράσιμο των τροφίμων.
Οι «Χύτροι» όμως είχαν προ πάντων χαρακτήρα πένθους και μνήμης. Η παράδοση, η
οποία μας διασώζεται για την εξήγηση του ονόματος της εορτής και της
χαρακτηριστικής ιεροτελεστίας (Θεόπομπ. Σχόλ. εις Αριστοφ.), αναφέρει ότι μετά
τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, οι επιζήσαντες είχαν προσφέρει στον ψυχοπομπό
Ερμή το υπόλοιπο των προμηθειών τους ψημένο σε κάποια χύτρα. Από τότε
επικράτησε η συνήθεια, ώστε κατά την επέτειο ημέρα, να ψήνουν μέσα σε χύτρες
σπόρους όλων των ειδών, τους οποίους προσέφεραν αποκλειστικά στον Ερμή και στον
Διόνυσο και τις οποίες κανείς δεν εγεύετο.
Την ιεροτελεστία αυτή εκτελούσαν σ’ όλα τα σπίτια και
την συμπλήρωνε μία άλλη εορτή πένθους και μνήμης, τα «Υδροφόρια». Τα ιερά
Υδροφόρια αποτελούσαν τμήμα της Διονυσιακής εορτής των Ανθεστηρίων και τα
ετελούσαν την τρίτη ημέρα μαζί με τους «Χύτρους», για την ανάμνηση αυτών που
χάθηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος.
Με τα Υδροφόρια ελάμβανε τέλος η εορτή των Ανθεστηρίων
και έρριχναν μέσα σ’ ένα χάσμα που βρισκόταν στον περίβολο του Ολυμπιείου,
άρτους από σιτάρι και μέλι για να είναι πάντοτε δυνατή η ζωή στο ανθρώπινο
γένος, διότι οι παραδόσεις έλεγαν, ότι από το χάσμα αυτό απορροφήθησαν από τη
Μητέρα Γη τα ύδατα του κατακλυσμού.
Επί πλέον εθυσίαζαν σε δέκα τέσσερις βωμούς σε ανάμνηση των
δεκατεσσάρων τεμαχίων του σώματος του Διονύσου - Ζαγρέως από τους επτά Τιτάνες
και τα επτά αδέρφια τους (Φιλοστρ. Βίος Απόλλ. IV, 21) και προσέφεραν στον
Διόνυσο τις ίδιες πένθιμες θυσίες όπως περιγράφονται ανωτέρω. Έτσι ο Διόνυσος
είχε γενικώς αναπληρώσει τους νεκρούς και τις υποχθόνιες δυνάμεις και αυτός
είχε την ευθύνη για την ειρήνη των νεκρών και την γονιμότητα της γης, Ήταν ο
θάνατος του τον οποίον θρηνούσαν και οι τελετές της λατρείας εκφράζονταν μέσα
από την Ορφική θεολογία. Όμως στην επανεμφάνιση του Διονύσου δεν τιμούσαν μόνον
τον θεό του οίνου, ούτε μόνο την εμφάνιση του άνθους της αμπέλου, αλλά όλη την
εαρινή άνθηση και έτσι ο Διόνυσος συμβόλιζε μια από τις μεγάλες θεότητες της
γονιμότητος και της παραγωγής. Αλλ’ ο Ορφισμός,
εμφανίζεται μέσα από τις εορτές αυτές για να υπενθυμίσει συγχρόνως και την ιδέα
της ζωής. Δεν είναι μόνο η φύσις η οποία αναγεννιέται την εαρινή αυτή εποχή,
αλλά όλα τα δρώμενα συμβολίζουν γενικά την αναγέννηση της ζωής απ’ τον θάνατο.
Σ’ ένα συμβολικό και μυστηριώδες μέρος των Ανθεστηρίων κυριαρχεί η Ορφική θεολογία, όπου η Περσεφόνη φαίνεται να είναι η σύζυγος
και κατ’ άλλους η μητέρα του Διονύσου -
Ζαγρέως και επανέρχεται η Περσεφόνη απ’ τον σκοτεινό Άδη στον φωτεινό κόσμο, συνοδευόμενη από τις
ψυχές των νεκρών, οι οποίες έρχονται στον άνω κόσμο, για να λάβουν τις
προσφορές, που αφιέρωναν η ευσεβής αγάπη και οι πιστές αναμνήσεις των ζωντανών.
Με τις ιδέες όμως αυτές σχετίζεται και το όνομα του Διονύσου, του εαρινού
θεού, του Ευανθούς θεού, ο οποίος
φαίνεται να αναδύεται κι αυτός στολισμένος με όλη την λαμπρότητα και τις χάρες
της ανοίξεως που συμβολίζουν τη ζωή. Πράγματι σ’ ορισμένες παραστάσεις μνημείων
παρουσιάζεται ο Διόνυσος εξερχόμενος απ’ το έδαφος, απ’ το οποίο μόλις εξέχει
το κεφάλι και το στήθος του, κάτι που ανακάλυψε ο Heuzey σέ παράσταση των Φιλίππων σκαλισμένη επάνω σε βράχους.
Όλες λοιπόν οι αντιλήψεις γύρω από το ταφικό έθιμο των Ποντίων, αλλά και οι
προεκτάσεις των δρώμενων, έχουν σαν αφετηρία τις πανάρχαιες Ελληνικές
θεολογικές δοξασίες γύρω απ’ το μυστήριο της Ζωής και του θανάτου. Αποδεικνύουν δε την
διαχρονικότητα αυτών των αντιλήψεων και ότι ό Ελληνισμός τηρούσε και τηρεί τα
ίδια έθιμα.
Πυρήνας λοιπόν, του
Πανποντιακού λαϊκού πανηγυριού στο οποίο και παραβρέθηκα πολλές φορές και
μαγεύτηκα από την ποντιακή λύρα, είναι το αρχαίο
ταφικό έθιμο και η πίστη στην Ανάσταση των
νεκρών, που είναι κατά την Ορθοδοξία το μεγαλύτερο
γεγονός του χριστιανισμού. Αποτελεί ζωντανή
απόδειξη της συγχώνευσης και αναχώνευσης της παλιάς
και νέας θρησκείας.
Αν και ταφικό έθιμο, λόγω της Ανάστασης των νεκρών
συνοδεύεται από χαρούμενες γιορταστικές
εκδηλώσεις.
Εθίζει τούς επιτελούντες το έθιμο να κοιτούν κατάφατσα
τον θάνατο χωρίς φόβο. Σ’ ένα ποντιακό θεατρικό έργο λέει ο καπετάνιος στο
παλικάρι του «Μίαν θά τερείς τον χάρον σ’ σο μάτια, δύο θα
τερείς ατόν, το τρίτον θα φτύεις σ’ σο κατσίν ατ», που πάει να πει: «μια
θα κοιτάξεις τον χάρο στα μάτια, δύο θα τον κοιτάξεις, την τρίτη θα τον φτύσεις
κατάφατσα».
Βιβλιογραφία
1.
Χρυσάνθη Συμεωνίδου – Χείλαρη «’ς σα Ταφία».
2.
Αντώνης Ρούσσης, Περιοδικό «Αέροπος» τ. 37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου