Έχοντας αποφασίσει από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, ήδη από το 2007, να μην υπεισέλθω σε «εσωκομματικούς» μικροπολιτικούς σχολιασμούς δια των δημοσίων τοποθετήσεών μου, κράτησα- όσο γινόταν- μια στάση αμιγώς ιδεολογική στην ανάπτυξη των ζητημάτων που απασχολούσαν κατά την εκτίμησή μου, την επικαιρότητα.
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στον πατριωτικό χώρο, έτσι όπως τουλάχιστον εκφραζόταν μέχρι σήμερα κοινοβουλευτικά από τον ΛΑΟΣ, νομίζω ότι δικαιούμαι να κάνω δημοσίως μερικές σκέψεις, που πολλοί από τους φίλους συναγωνιστές και συνοδοιπόρους μοιράζονται, όπως μπορώ να αντιληφθώ.
Αδιαπραγμάτευτη ήταν η θέση μου, η οποία είχε ευθαρσώς υποστηριχθεί κατ' ιδίαν σε συζητήσεις μου με κομματικά όργανα και φίλους βουλευτές του ΛΑΟΣ, ότι το κόμμα ΔΕΝ έπρεπε να συμμετάσχει στη συγκυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο. Αντιθέτως, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ, όχι μόνο υπήρξε ένθερμος θιασώτης της συμμετοχής, αλλά με τις γνωστές σε όλους μεθοδεύσεις που μετήλθε κατά τις κρίσιμες ώρες των διαπραγματεύσεων των πολιτικών αρχηγών, επέβαλε τη «λύση» Παπαδήμου, ως τη μόνη εφικτή, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πολιτική και οικονομική κρίση. Με τη στάση αυτή, έγινε όχι απλός συμμέτοχος μιας συγκυβέρνησης με γνωστή και προδηλωθείσα πολιτική ατζέντα (ψήφιση μέτρων για την εκταμίευση του νέου δανεισμού) , αλλά και μέντορας μιας καινοφανούς σύγκλισης μεταξύ δυνάμεων, που μέχρι πρότινος αλληλοκατηγορούντο για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η πατρίδα. Και όχι μόνο αυτό: έγινε ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής της «μνημονιακής» ρητορικής, κατηγορώντας ευθέως για λαικισμό τον Αντώνη Σαμαρά και τη ΝΔ για την ανεύθυνη, μέχρι τότε, συμπεριφορά τους.
Υπό το πρίσμα αυτό, όλοι όσοι είχαμε εκφραστεί υπέρ της παραμονής της χώρας στη ζώνη του Ευρώ- και μάλιστα ο γράφων με επανειλημμένα άρθρα και τοποθετήσεις του- ήμασταν απόλυτα ευτυχείς που το κόμμα που εξέφραζε στη Βουλή την πατριωτική δεξιά, ακολούθησε συνεπή με την κοινοβουλευτική του ιστορία στάση ευθύνης.
Μέχρι τότε λοιπόν, η μόνη εκφρασθείσα διαφοροποίησή μου, ήταν ότι η λαική δεξιά, έστω και αν τοποθετείτο υπέρ της συγκυβέρνησης για την ψήφιση των μέτρων, δεν έπρεπε να συμμετάσχει σε αυτήν, δεδομένου ότι θα δεχόταν ισχυρές πιέσεις από τον χειμαζόμενο ψηφοφόρο της, που δεν διαθέτει τα αποθέματα πλούτου του «αντιμνημονιακού» αριστερού ψηφοφόρου. Έτσι και έγινε. Πλήθος κόσμου, ειλικρινών πατριωτών που στήριξαν υπό αντίξοες συνθήκες το κόμμα σε δύσκολους καιρούς, αποστασιοποιήθηκαν από αυτό, την ώρα που η κοινωνία, τους είχε περισσότερο από ποτέ ανάγκη, έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα αρραγές μέτωπο κατά των πολλαπλών παγκοσμιοποιητικών επιθέσεων που δεχόταν η χώρα: Νομοσχέδια για αποφυλακίσεις εμπόρων ναρκωτικών, μετατροπή σε πλημμέλημα της κακουργηματικής ποινής της μεταφοράς λαθρομεταναστών, ενεργοποίηση των κυρώσεων του «νόμου Πετραλιά» για τον ΑΜΚΑ κλπ. Αντ' αυτού, ένα υγιές κόμμα που είχε κάθε εχέγγυο να κατέλθει στις επικείμενες εκλογές με «προίκα» ένα ποσοστό βάσης της τάξης του 6% τουλάχιστον και οροφή το 10% όπως έδειχναν οι δημοσκοπικές τάσεις, είδε τα ποσοστά του να συρρικνώνονται κάτω από το 4%, μέσα σε δύο μόλις μήνες από τον «περήφανο» αυτοχειριασμό του! Το ενδιαφέρον είναι, ότι ακόμα και τα φυσικά πρόσωπα που συμμετείχαν στη συγκυβέρνηση, αν και έμπειροι πολιτικοί, αρνούνταν να δουν το αυτονόητο που για κάποιους από εμάς, ήταν προφανές..
Αυτό ασφαλώς σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι – όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο- τα ίδια αυτά πρόσωπα, δεν θα διακρίνονταν και στον κυβερνητικό θώκο όπως και στον βουλευτικό, αποδίδοντας τον καλύτερό τους εαυτό, όπως και πράγματι έγινε. Η πανθομολογούμενη αυτή επιτυχία, μας έκανε να αναθαρρύσουμε, πιστεύοντας ότι συν τω χρόνω, θα μπορούσαμε να ανακτήσουμε δημοσκοπικά, κάτι από το χαμένο έδαφος, ειδικά αν ο (καθεύδων) κομματικός μηχανισμός προέβαλλε σωστά το μέγεθος της δουλειάς που γινόταν στα υπουργεία που το κόμμα είχε αναλάβει. Αντ' αυτού όμως, η κατήφεια των ποσοστών και η εσωστρέφεια, λειτουργούσαν ως έμπρακτη υπενθύμιση της κακής κεντρικής επιλογής που είχε γίνει, για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση.
Το άγχος των επικείμενων εκλογών, ήταν εκείνο που προφανώς «δεν άφηνε τον Γ. Καρατζαφέρη να κοιμηθεί». Έτσι, αναπαράγοντας την κομματική μεμψιμοιρία που η λανθασμένη κρίση του δημιούργησε, τον έσυρε επανειλημμένως σε δηλώσεις του τύπου «να παραταθεί ο βίος της κυβέρνησης» , «να γίνει ανασχηματισμός και να εξαντληθεί η θητεία της κυβέρνησης μέχρι το 2013», απόψεις που όχι μόνο δεν εξέφραζαν το κομματικό ακροατήριο, αλλά βρίσκονταν και σε πλήρη αντίθεση με όσους (λίγους) είχαν στηρίξει τα επαχθή για τον κόσμο μέτρα. Και κάπου εκεί, χάθηκε ο έλεγχος.
Η κρίσιμη συνεδρίαση της Βουλής για την επικύρωση του λεγόμενου «δεύτερου μνημονίου», βρήκε τον Γ. Καρατζαφέρη αμήχανο προ ενός σοβαρού (ψευδο)διλήμματος: να υπαναχωρήσει ενόψει των ποσοστών του που κατρακυλούσαν επικίνδυνα (3,8% την Παρασκευή 10/2/2012) από τη θέση του για στήριξη των μέτρων (και συμμετοχή στην κυβέρνηση) ή να παίξει όψιμα το «αντιμνημονιακό» χαρτί όπως άλλοι της πάλαι ποτέ «δεξιάς πολυκατοικίας» (Καμμένος, Μανώλης κλπ); Αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά ότι οι καλύτεροι παίκτες είναι εκείνοι που κάνουν τα χειρότερα λάθη στον πιο κρίσιμο αγώνα, έπραξε το χειρότερο: Ανήγγειλε αιφνιδιαστικά (ακόμα και στους ίδιους τους υπουργούς του!) ότι «στηρίζει την κυβέρνηση» , ενώ τους καλεί να μην ψηφίσουν τα μέτρα! Δηλαδή, την απόλυτη καταστροφή! Έτσι, ενώ όταν έπρεπε να μείνει έξω, μπήκε, όταν δεν έπρεπε να βγει, βγήκε!
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν, ήταν ραγδαίες. Όσοι προσποιούνταν ότι πίστευαν στο μνημόνιο μέχρι τότε, βρήκαν ευκαιρία να «λακίσουν» κατά το κοινώς λεγόμενο, συντασσόμενοι πίσω από μια παράφρονα «κομματική πειθαρχία», ενώ όσοι το πίστευαν πραγματικά, έπραξαν το (ζημιογόνο για τον εαυτό τους) καθήκον και υπερψήφισαν το μνημόνιο. Αλλά για να είμαστε σοβαροί: Ακόμα κι αν δεν το πίστευαν, οι υπουργοί, δηλαδή η «εικόνα» του κόμματος προς τα έξω, όφειλαν να υπερψηφίσουν. Γιατί το να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως μετατρέπεσαι σε «καραγκιόζη», τέτοιον, όπου όσα επευφημείς το πρωί, τα κατακρίνεις το ίδιο βράδυ! Επομένως, όσοι αρνούνται να συμφωνήσουν με το περιεχόμενο, τουλάχιστον ας αρκεστούν στο επιφαινόμενο: Οι υπερψηφίσαντες δύο, ήταν και οι μόνοι που κράτησαν ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας, της ειλικρίνειας, της ίδιας της θέσης που ο πρόεδρος τους εμπιστεύτηκε.
Σα θλιβερή συνέπεια της πανωλεθρίας που ενέσκηψε, ο πρόεδρος, διέπραξε το τρίτο κατά σειρά και μοιραίο κατά την εκτίμησή μου, λάθος. Αντί να περισώσει την κατάσταση προσποιούμενος (ακόμα κι αν δεν το εννοούσε) ότι η εσωκομματική δημοκρατία (τι είναι αυτό;) λειτουργούσε άψογα, αφήνοντας τους βουλευτές του να ψηφίσουν κατά συνείδηση και κατ' επέκταση παραδίδοντας τους «προδότες» στο λαό (ώστε ο τελευταίος να αποφασίσει αν εκλεγούν) και να οδηγήσει ως όφειλε το κόμμα ενωμένο στις εκλογές, τους διέγραψε, διαγράφοντας και οριστικά τις πιθανότητες εκπροσώπησης της πατριωτικής δεξιάς στην επόμενη Βουλή. Μωραίνει Κύριος..
«Και τώρα τι ;» , αναρρωτιέται ο ψηφοφόρος. «Μνημονιακός» ή όχι, με το κόμμα να έχει απωλέσει τη ραχοκοκαλιά του, να έχει απεμπολήσει τις αξίες του και να έχει ενδώσει στο φθοροποιό σύστημα που κατήγγελλε στις απαρχές του, μοιάζει ανήμπορο ακόμα και γι' αυτό που φαινόταν αυτονόητο, μέχρι πριν μόλις τρεις μήνες, την είσοδο στη Βουλή. Τώρα λοιπόν που ο αυτοκαταστροφικός δημιουργός του άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, καλείται, έστω τώρα, την έσχατη ώρα, να λάβει σημαντικές αποφάσεις όχι για την πολιτική επιβίωσή του, αλλά για την ίδια την υστεροφημία του. Έναντι εκείνων που για χρόνια τον εμπιστεύτηκαν, ειδικά στις μικρές κοινωνίες που η έκθεση αποτελεί κοινωνική τροχοπέδη. Έναντι εκείνων που έδωσαν το σώμα και την ψυχή τους για μια ιδέα που αποδείχτηκε κενή περιεχομένου ή που ακόμα χειρότερα, εξαγοράστηκε. Έναντι εκείνων που χάλασαν πολιτικές ή άλλες φιλίες για να συνταχθούν με μια άποψη που ακόμα και σήμερα είναι πλειοψηφική στην κοινωνία, αδυνατεί όμως να εκφραστεί κομματικά από κάποια συντεταγμένη δεξιά δύναμη. Να ανακαλέσει το συντομότερο την επιπόλαια και αψίκορη απόφασή του και να καλέσει τα πιο άξια τέκνα της παράταξής του, πίσω όσο είναι ακόμα καιρός. Ή μήπως όχι; Το φινάλε του σεναρίου, μένει να αποκρυπτογραφήσουμε εντός ολίγου. Πριν αλλάξει η μέρα, πριν ξημερώσει, λίγο πριν την Αυγή, που θα τα αλλάξει όλα... Ότι όμως και να γίνει, κανένας από τους πρωταγωνιστές, δεν θα μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά, ότι «δεν ήξερε».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Δικηγόρος- ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου