Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Η ιδεολογική παρακαταθήκη του Ίωνα Δραγούμη προς εμάς. Τοπική Αυτοδιοίκιση ή Ελευθεριακός Κοινοτισμός του Έθνους;


Ενώ η άρχουσα τάξη έχει παραδώσει τη χώρα στη ξένη κυριαρχία και ενώ τα πάντα φαίνονται να καταρρέουν (που έτσι κι αλλιώς βέβαια θα έπρεπε να καταρρεύσουν), για να αναδυθεί ένας νέος φρικτός κόσμος, αναρωτιέται κανείς για τις εναλλακτικές λύσεις που μπορεί να υπάρχουν. Λύσεις που πάνε πέρα από το βραχυπρόθεσμο “Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από εδώ”. Λύσεις που θα αποτελούν μια διαφορετική και βαθύτερη κοινωνική πρόταση.
Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία θα διαπιστώσουμε πως οι περίοδοι της ακμής και της υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων υπήρξαν εκείνες που...

διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος. Ο ελληνισμός της αρχαιότητας, μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, θα συγκροτείται από πόλεις-κράτη, –πάνω από εφτακόσια–, ενώ στην πρόσφατη ιστορία μας, στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το 1922, και πάλιν οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην επιβίωση και στην ακμή του νεώτερου ελληνισμού.

Η συγκρότηση μεγαλυτέρων κρατικών οντοτήτων, είτε στους ελληνιστικούς χρόνους και στο Βυζάντιο –με την σταδιακή ελληνοποίηση της Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας– είτε στο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος, στα οριστικά ελλαδικά σύνορά του, μετά το 1922, ενώ αποτέλεσε συχνά μία αδήριτη ιστορική ανάγκη, στο βαθμό που αντιπαρατέθηκε στο κοινοτικό πνεύμα σημάδεψε μια απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα και ευρύτερα μέσα από κοινοτικές δομές, ενώ αντίθετα νεκρώνονται στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.

Το σημαντικότερο πρόσωπο της νεότερης Ιστορίας, που υποστήριξε ως διπλωμάτης και πολιτικός, και προώθησε με τα λογοτεχνικά έργα του τον Κοινοτισμό του έθνους, υπήρξε ο Ίων Δραγούμης. Ανήκε στη γενιά που βίωσε τραυματικά τη στρατιωτική ήττα του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Eλέγχου(κάτι σαν το ΔΝΤ του σήμερα). Διαμόρφωσε μια περιφρονητική εικόνα για το ελληνικό κράτος, σε αντίθεση με την πίστη του στις δυνατότητες του έθνους. Kομβικό σημείο για αυτόν ήταν η προστασία του υπόδουλου Ελληνισμού στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βεβαίως η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για περαιτέρω ανάπτυξή του. Συμμετείχε πρωταγωνιστικά στο Mακεδονικό Aγώνα ως βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων και υποπρόξενος στο Μοναστήρι το 1902.

Για το Δραγούμη, θεμέλιο της πολιτικής οργάνωσης, σύμφυτη με την πολιτική παράδοση και το χαρακτήρα των Ελλήνων, είναι η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ. Σημειώνει: «Ο ελληνισμός είναι μια οικογένεια από κοινότητες. Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει.»

Κατά τον Δραγούμη, το Ελληνικό Έθνος είναι πολύ ευρύτερο χρονικώς, τοπικώς και πληθυσμιακώς του Κράτους. Το Κράτος μοναδικό σκοπό υπάρξεως έχει την υπηρεσία του Έθνους. Το Έθνος (και κάθε έθνος της Γης) σκοπό έχει την δημιουργία και καλλιέργεια πολιτισμού (σε ειρηνική άμιλλα με τα άλλα έθνη). Ακόμα αναφέρει ότι "Αν το κράτος είναι ενάντια στο έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξει μορφή ή να χαθεί. Το κράτος που εμποδίζει την φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό."

Μετά από μακρά πορεία εσωτερικού προβληματισμού θα καταλήξει, κατά τα χρόνια της εξορίας του και τελευταία της ζωής του (1917-20), στο συνδυασμό εθνικισμού, σοσιαλισμού και ανθρωπισμού. Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο ημερολόγιό του (18-3-1919):

«Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να νοιώσω τον εαυτό μου άτομο. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατιά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών. Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος.»

Από τα γραπτά του προκύπτει ότι ο Δραγούμης υπήρξε πνεύμα ανήσυχο και πολύπλευρο, ανοικτό σε όλες τις ιδέες βασάνιζε τις πεποιθήσεις του, δεν ήταν δουλικά προσκολλημένος σε καμιά ιδεολογία, όλες αντιθέτως τις αφομοίωνε δημιουργικά στην δική του προσωπικότητα και τις υπέτασσε μόνον στην ελληνική παράδοση. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις του ιδίου από το ημερολόγιό του (6-4-1919): «Μια περίοδο της ζωής μου εθνικιστική (από τα 1902 ως τα 1914 απάνω κάτω). Έπειτα έβαλα μια pétition de principe στο νασιοναλισμό μολονότι ενεργούσα σύμφωνά του. Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ. Και σ' αυτό πρέπει να βάλω une pétition de principe. Στην πρώτη περίοδο επίδραση του Nietsche και Barrès. Στη δεύτερη Τολστόϊ, Rousseau, Κροπότκιν, Gide. Στην πρώτη περίοδο Μακεδονική ενέργεια. Στη δεύτερη Ρωσική επανάσταση και κοινωνική επανάσταση παντού. Στη Μακεδονική ενέργεια έλαβα μέρος, στην κοινωνική επανάσταση όχι ακόμα. Ο Barrès στον νασιοναλισμό που έπλασε δεν έκαμε άλλο παρά να δώσει συνείδηση σ' ένα αίσθημα βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχή, στον πατριωτισμό. Ο Κροπότκιν και Μπακούνιν δεν κάνουν άλλο παρά να δίνουν συνείδηση (τη συνείδηση που αυτοί οι ίδιοι έλαβαν) ενός άλλου βαθιού αισθήματος, της αλληλοβοήθειας μεταξύ στους ανθρώπους. Ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος εδημιούργησαν τίποτε, μόνο έλαβαν και έδωσαν συνείδηση. Ο πατριωτισμός και η αλληλοβοήθεια υπάρχουν πάντα, με στενότερα ή πλατύτερα όρια (χωριό, πολιτεία, κράτος, έθνος, κοινότητα, αδελφάτα, συνεταιρισμοί, συνασπισμοί) και σύμφωνά τους ενεργούσαν και ενεργούν οι άνθρωποι. Οι νασιοναλιστές και οι αναρχικοί και σοσιαλιστές μόνο τα εφώτισαν, έκαμαν φωτεινή και μονομερή προβολή ενός αισθήματος όπως και οι ατομικιστές φώτισαν το άλλο αίσθημα τον εγωισμό (με αρχή την αυτοσυντηρησία).» Συγκινείται και επηρεάζεται λοιπόν ο Δραγούμης από τον αναρχισμό και τον σοσιαλισμό, όσον αφορά στον ανθρωπισμό που ως ιδανικό αυτός περιέχει. Στο δε ημιτελές μυθιστόρημά «Τρεις φίλοι», ο Δραγούμης φθάνει στο να συμβιβάσει το εθνικό με το σοσιαλιστικό ιδανικό. Συγκινείται από τον εθνικισμό του Μπαρρές και τον εγωισμό και την ηρωική ηθική του Νίτσε, δεν παύει όμως ποτέ να τον εντάσσει στο ανθρωπιστικό πλαίσιο και μάλιστα αυτό της ελληνικής λαϊκής κοινοτικής παράδοσης.

Η μεγάλη πολιτική σημασία της σκέψεως και των θέσεων του Δραγούμη είναι ότι εκφράζει ένα έλλογο, λειτουργικό και αγνό εθνικισμό σε σχέση με τον εθνικισμό όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Εκφράζει έναν ουμανιστικό εθνικισμό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ακουμπώντας στο έθνος μου να γίνω πιο άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να είναι άνθρωπος ξεχνώντας την καταγωγή του. Να θυμάται κανείς από πού βγήκε, που μεγάλωσε, ποιο έθνος τον ανέθρεψε. Μου αρέσει να βλέπει κανείς τους δεσμούς του. Αυτό θα πει ελευθερία».

Ήθελε ένα εθνικισμό με σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, σε μία Ελλάδα αποτελούμενη από ομοσπονδίες αυτόνομων κοινοτήτων, αυτοοργανομένων και αυτοδιοικούμενων μέσω αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων στη βάση των αρχών της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Ένα συνδυασμό εθνικισμού και κοινοτισμού λοιπόν, ο οποίος απορρέει από τον Ελληνικό πολιτισμό και υπερασπίζεται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ελλήνων.
Υποστήριζε έναν εθνικισμό αμυντικού τύπου του έθνους του και όχι επεκτατισμού. Όπως γράφει στο παρακάτω απόσπασμα κείμενο από το λογοτεχνικό του έργο «Σαμοθράκη Στο Μετόχι-Νεκρικός διάλογος»:

"—Ώστε καλό είναι νά πολεμούμε Τούρκους και Βουλγάρους; —(...) Εμείς ποτέ δέ θελήσαμε νά πνίξωμε άλλα έθνη. Αυτά όμως τά έθνη, που πολεμούν νά μάς καταπιούν, τά μαχόμαστε καί μ' όλο τό δίκιο μας. Τήν ώρα τούτη που σου μιλώ είμαστε, μείς οί Έλληνες, τυραννισμένοι, γιατί τό έθνος μας βρίσκεται σέ κίνδυνο.(...)"

Επίσης θα επιθυμούσε στο ίδιο κείμενο μια παγκόσμια ειρήνη των εθνών:
"— Ναί, συχνά μου ήρθε στό νου ή ιδέα του κοσμοπολισμού καί κάμποσες φορές στοχάστηκα πως είναι περιττοί οί πόλεμοι καί δέν ταιριάζει νά σφάζωνται άνθρωποι αναμεταξύ τους. Όλοι ένα δεν είμαστε; Έπειτα πόσα χρήματα χάνονται στους πολέμους και πόσες ζωές! Γιατί δέ σβήνομε τά σύνορα των εθνών;
— Σά νά ήταν γραμμένα μέ κιμωλία σέ κανένα μαυροπίνακα ή μέ ραβδί στήν άμμο! Αν ήτανε στό χέρι μας...
 — Καί Βέβαια, στό χέρι μας είναι. Ας συμφωνήσουν τά έθνη μεταξύ τους νά μήν πολεμιούνται κι έτσι σιγά σιγά θά σβήσουν κι αυτά τά ίδια.
— Μά νά, που δέν τό θέλουν. Όσα είναι κουρασμένα άπό τόν εαυτό τους άς κοιμηθούν• Μά πάντα μένουν άλλα ξυπνητά καί, όσο είναι ξυπνητά, ή ζωντανάδα τους δέν τ' αφήνει νά ησυχάσουν, παρά τά σπρώχνει αδιάκοπα στήν επικράτηση, στήν ηγεμονία του κόσμου. Καί γίνονται οί πόλεμοι. Τούς Γιάπωνες δέν τούς περίμενες νά ξεφυτρώσουν ζωντανοί στήν 'Ασία.
— Καλά, άφησε τά έθνη καί πάρε τά άτομα, που αυτά κάνουν τά έθνη. Παραδέξου πως όλο καί πληθαίνουν οί άνθρωποι, που θέλουν τήν ησυχία τους και τήν καλοπέραση καί αδιαφορούν γιά τούς στρατούς καί τούς πολέμους, γιά τά έθνη, γιά τή δόξα, γιά τή νίκη. Και αυτοί είναι οί αδύνατοι και οί κουρασμένοι. Γυρεύουν τήν ευτυχία. Καί ευτυχία γι' αυτούς είναι ό ύπνος και ή ησυχία. Ένώ οί δυνατοί άλλήν ευτυχία θέλουν, τούς κόπους, τούς κινδύνους, τή νίκη. "
Κατακρίνει τον κοσμοπολιτισμό παραταύτα παρακάτω στον «Νεκρικό διάλογο»:
«Μόνο εμείς, όσοι νοιώθουμε την δική μας την πατρίδα, μπορούμε να νοιώσουμε και των άλλων τις πατρίδες. Πρώτα πρέπει να νοιώσω τον εαυτό μου καλά, έπειτα καλά το έθνος μου και έτσι φθάνω στην ανθρωπότητα. Όσοι λένε πως είναι κοσμοπολίτες και δεν περνούν από όλα αυτά τα στάδια δεν μπορούν να νοιώσουν την ανθρωπότητα». «Τόσο αγαπώ την Ελληνική ύπαρξη, που αν ήταν να γίνουμε όλοι οι άνθρωποι κοσμοπολίτες, θα έλεγα να μην ονομαζόμασταν Έλληνες. Δεν χρειάζεται η λέξη Έλληνες όταν όλοι οι άνθρωποι της γης γίνουν κοσμοπολίτες μίας απέραντης δημοκρατίας».

Ακόμα γράφει αλλού για την σύνδεση του έθνους με τον πολιτισμό: «Ποιος είναι ο τελικός των εθνών, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή; Ο πολιτισμός! Να ένα έργο άξιο για τα έθνη, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα και να που έσφαλε ο Μαρξ πολεμώντας τα έθνη....((Εδώ ο Δραγούμης έχει λάθος.Ο Μαρξ τόνιζε στο κομμουνιστικό Μανιφέστο: ''Το προλεταριάτο πρέπει πριν από όλα να πάρει την πολιτική εξουσία, να υψωθεί σε ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΞΗ και να ΣΥΝΤΑΧΘΕΙ ακόμα σε ΕΘΝΟΣ, μένει και το ίδιο ακόμα ΕΘΝΙΚΟ, όχι βέβαια και με το νόημα που δίνει στη λέξη η αστική τάξη…''. Το πως αντιλήφθηκαν και ανέλυσαν οι ηγέτες των Κομμουνιστικών Κομμάτων τον Μαρξ είναι μια άλλη ιστορία))...
Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Δεν φθάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει να είναι πολιτισμένο και από δικό του πολιτισμό. Σε αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Οι πολιτισμοί γεννιούνται ο καθένας σε κάποια πατρίδα, σε κάποια εποχή και σε κάποιο έθνος. Έξω από αυτά δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμός».

Συνοπτικά λοιπόν ο Δραγούμης επιθυμούσε την ειρήνη μεταξύ των εθνών, όχι όμως την ισοπέδωση της διαφορετικότητας αυτών σε μετατροπή των ανθρώπων σε απλούς κοσμοπολίτες. Με τα συμφραζόμενα του δείχνει οτι θα ήθελε τα έθνη να είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ώστε να γεννάνε πολιτισμό και να προσφέρουν μέσα από την πανέμορφη ιδιαιτερότητα του κάθε έθνους στην αρμονία της φύσης, ενώ παράλληλα θα βρίσκονται σε ειρηνική άμιλλα μεταξύ τους και σε ομοσπονδίες κοινοτήτων προσηλωμένες σε αμεσοδημοκρατικές δομές οργάνωσης. Ηταν εναντία στην ύπαρξη κράτους όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, γιατί θεωρούσε ότι «Το κράτος που εμποδίζει την φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό.» Και ενάντια στον κοινοβουλευτισμό «Το Σύνταγμα θέλησε να δώσει στο έθνος αντιπροσώπους και είπε να υπάρχουν βουλευτές. Επρόκειτο αυτοί οι βουλευτές να αντιπροσωπεύσουν το έθνος. Αλλά η πραγματικότητα τα χάλασε και οι βουλευτές δεν είχαν κανένα συμφέρον να καταγίνουν με το έθνος. Τέτοιοι μια φορά δεν είναι. Για όνομα του Θεού, βρείτε άλλους να αντιπροσωπεύσουν το έθνος».

Ο Κοινοτισμός στα πλαίσια του έθνους με λειτουργίες στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, είναι λοιπόν η συνταγή για την προκοπή και ομαλή πρόοδο του ελληνικού μας έθνους. Και κάθε έθνους της Γης ακόμα θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει αυτές τις δομές, ώστε να πάψει πια αυτή η ανούσια σύγκρουση που μόνο κακό φέρνει εις αυτά. Ετσι ώστε να δημιουργηθεί μια καθολική ειρήνη που θα προσφέρει άνθηση των πολιτισμών των εθνών της ανθρωπότητας. Αυτά αποτελούν την μεγάλη ιδεολογική παρακαταθήκη του Δραγούμη προς εμάς.


Από πρώτοι… έσχατοι!

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράδοξη, από πρώτη άποψη εικόνα. Ένας λαός κατ’ εξοχήν κοινοτικός, όπως ο ελληνικός, εισάγοντας το δυτικό –ευρωπαϊκό– συγκεντρωτικό πρότυπο διακυβέρνησης, που στηρίζεται στο κοινοβουλευτικό ατομοκρατικό σύστημα δημοκρατίας, διαθέτει τους ασθενέστερους κοινοτικούς θεσμούς από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου! Η Αθήνα αντιπροσώπευε κάποτε ένα πολλοστημόριο του συνολικού πληθυσμού και μέχρι το 1941 δεν θα ξεπερνά το 10% του συνόλου, στα 2001 θα αντιπροσωπεύει το 35-40% και οι αγροτικές κοινότητες –ιδιαίτερα οι ορεινές–, βάθρο του αρχέγονου κοινοτισμού, θα συρρικνωθούν μέχρις εξαφανίσεως. Η είσοδος εκατομμυρίων προσφύγων μετά το 1922, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, η καταστροφή των παλιών συνοικιών και της γειτονιάς, η μαζική είσοδος ξένων μεταναστών από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, η εκβιομηχάνιση και η αυξανόμενη διαφοροποίηση χώρου κατοικίας και χώρου εργασίας στις μεγαλουπόλεις, αποτέλεσαν παράγοντες παραπέρα αποσύνθεσης της παραδοσιακής κοινοτικής δομής. 

Το ερώτημα επιστρέφει αδήριτο. Αυτό που δεν μπορέσαμε να κάνουμε στον 19ο και τον 20ό αιώνα, όταν ακόμα ήταν ενεργή και λαμπρή η κοινοτική μας παράδοση, είναι δυνατό να το πραγματοποιήσουμε σήμερα, πάνω στα συντρίμμια του ελληνικού τρόπου; Είναι δυνατό το κοινοτικό ήθος και η κοινοτική μορφή οργάνωσης να αναβιώσουν την εποχή των μεγαπόλεων, των τεράστιων μετακινήσεων πληθυσμών, των πολυεθνικών επιχειρήσεων; Μήπως πρόκειται απλώς για μια ρομαντική φυγή από την πραγματικότητα χωρίς καμιά δυνατότητα εκπλήρωσης;

Είμαστε πεισμένοι πως ακόμα και το όνειρο θα ήταν προτιμότερο από την απάνθρωπη και αποκρουστική ουτοπία που βαφτίζεται ως ο ρεαλισμός του παρόντος. Και όμως δεν είναι ονειροφαντασία, αλλά το μόνο εναλλακτικό πρόταγμα που μπορεί να τεθεί σήμερα, ένα πρόταγμα που στηρίζεται σε αυθεντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και κινητοποιεί δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη και έχει πάρει τη μορφή του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος.

Σήμερα, μετά την αποτυχία των παγκοσμιοποιητικών συστημάτων, –του υπαρκτού ψευτοσοσιαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού– ο κοινοτισμός, ή ακριβέστερα οι πολλαπλές μορφές του κοινοτισμού, αναδεικνύεται στη μοναδική οικουμενική εναλλακτική πρόταση απέναντι στη παγκοσμιοποίηση. Από τους Ζαπατίστας που προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα κοινοτιστικό μοντέλο αυτοδιοίκησης έως τους Ινδούς αγρότες, περνώντας από τις κοινοτικές εμπειρίες του Πόρτο Αλέγκρε στη Βραζιλία, και φθάνοντας στους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν, στη χώρα των Βάσκων, κ.λπ. κ.λπ. η καρδιά του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος κτυπάει στην κατεύθυνση του κοινοτισμού.

Είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί και στην Ελλάδα το καταπιεσμένο κοινοτιστικό ήθος, να συναντήσει τα νέα παγκόσμια ρεύματα του κοινοτισμού, και να έχουμε επί τέλους μια “ενάρετη” μεταστροφή της οικογενειοκρατικής εξατομίκευσης προς την κοινοτική κοιτίδα της, και τη συγκρότηση ενός “ομοσπονδιακού” δημόσιου χώρου.

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ; Ο κοινοτισμός ως λύση στους Ελληνες στο «αδιέξοδο» του Σήμερα.

Μπορούμε να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα με δομές κοινότητων. Η κάθε κοινότητα, δεν είναι μόνο κοινότητα αλληλεξάρτησης αναγκών, είναι ουσιαστική κοινότητα. Είναι η κοινότητα της συμμετοχής, της συναποφάσισης, της αυτοοργάνωσης και της πραγμάτωσης της έννοιας του πολίτη, άρα της αυτοδιεύθυνσης. Κανένας και καμία δεν εξαιρείται από αυτό το σχέδιο. Κανένας και καμία δεν μπορεί να είναι έξω από αυτή την κοινότητα, κανένας και καμία δε θα αποτελεί απόβλητο και περιθώριο (ακόμα και αν θελήσει να μη συμμετέχει ή και να αναχωρήσει).

Και γιατί το λέμε αυτό; Γιατί είναι η δική μας κοινότητα, - που είναι σαν τη βαρύτητα, ( κανείς δε μπορεί να ζήσει έξω από αυτή). Είναι κοινότητα οργανωμένη από τα κάτω προς τα πάνω και αυτό σημαίνει: από την κοινότητα, στην ομοσπονδία των κοινοτήτων και από την ομοσπονδία των κοινοτήτων, στην συνομοσπονδία των ομοσπονδιών.

Θέλουμε Πόλεις στα μέτρα των ανθρώπων και όχι τερατουπόλεις. Θέλουμε αυτές τις Πόλεις που μπορούμε και να τις πούμε συνασπισμού τομέων και κοινοτήτων, ομοσπονδιακά ενωμένες μεταξύ τους, όπου η κάθε μία από αυτές ξεχωριστά και ελεύθερα να συνάπτει συνεργασίες με τις άλλες κοινότητες ή και να αποχωρεί από αυτές τις συνεργασίες.

Αυτές οι Πόλεις οι όμορφες, οι καθαρές, οι ευχάριστες, οι ερωτικές, οι ηλιόλουστες (χωρίς την τρύπα του όζοντος), οι οποίες δεν θα΄ χουν δημοτικό άρχοντα , ούτε δημοτικά συμβούλια αλλά κοινωνικά συμβούλια και γενικές συνελεύσεις, όπου θα παίρνονται όλες οι αποφάσεις που αφορούν «τα της Πόλης», από όλους τους πολίτες της που μετέχουν ενεργά και ισότιμα ασκώντας πολιτική (διαχείριση της λειτουργίας της Πόλης).

Σ΄ αυτές τις Πόλεις η οικονομία δεν είναι μια ξεχωριστή λειτουργία πάνω από την κοινότητα, αλλά ενσωματωμένη μέσα σ΄ αυτή. Γιατί αυτή η κοινότητα θα έχει καταφέρει από τη μια, να καταργήσει τις διαχωρισμένες παραγωγικές διαδικασίες και τον κεφαλαιοκρατικό διαχωρισμό της εργασίας, δηλαδή την πνευματική, την χειρονακτική, τη βιομηχανική, την αγροτική και των υπηρεσιών και από την άλλη να τις ενοποιήσει και να τις ολοκληρώσει δημιουργικά σε μια ζωή «βίος και τέχνη».

Γύρω από αυτές τις Πόλεις θα υπάρχουν αγρο-κοινότητες (τα χωριά) συνδεμένα άμεσα με αυτές, χωρίς να ασκείται κυριαρχία από την πόλη στο ύπαιθρο, αλλά θα υπάρχει ενοποίηση αυτής της σχέσης. Και βέβαια, μέσα από τη μη κυριαρχική αντίληψη «κέντρο είναι παντού και περιφέρεια πουθενά», δεν θα υπάρχουν ούτε κέντρα ούτε επαρχίες. Αντίθετα, θα υφίσταται ο πανκεντρισμός, αφού κέντρο θα είναι η εκάστοτε κοινότητα και δεν έχει σημασία αν είναι μικρή ή μεγάλη.
Έτσι, οι αγρο-κοινότητες (χωριά) εφοδιάζουν την πόλη με αγροτικά προϊόντα και οι πόλεις τις αγρο-κοινότητες (χωριά) με βιο-τεχνικά εφόδια και υπηρεσίες. Και μέσω αυτής της αλληλεξάρτησης η πόλη αποκτάει ύπαιθρο και η αγρο-κοινότητα (το χωριό) σπάει την εσωστρέφειά, τον τοπικισμό και τον επαρχιωτισμό του. Σ΄ αυτές τις πόλεις και τις αγρο-κοινότητες υφίσταται η κοινωνική κατοχή, όσον αφορά τα συλλογικά – κοινωνικά μέσα παραγωγής: βιοτεχνίες, γη, εργοστάσια, καταστήματα, υπηρεσίες και ατομική κατοχή ως προς τα ατομικά μέσα παραγωγής.
Σ΄ αυτές τις «συνεταιριστικές κοινοπολιτείες» στο μέτρο που η παραγωγή και η κατανάλωση θα ενώνονται σε ανθρώπινη κλίμακα, η κοινωνία θα μπορεί να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτοδιαχειριζόμενη και αυτοδιευθυνόμενη.

Με την εναλλαγή των μελών της κοινότητας στους διάφορους τόπους δουλειάς, ούτε ο αγρός, ούτε το εργοστάσιο, ούτε το κατάστημα, ούτε το γραφείο, θα μπορούν να λειτουργούν σαν ξεχωριστές ομάδες συμφερόντων μέσα στην κοινότητα. Ο ελευθεριακός λειτουργικός καταμερισμός της εργασίας, καθώς οι πολίτες θα εναλλάσσονται στις εργασιακές τους ενασχολήσεις, θα ενσωματώσει την εργασία μέσα στην κοινοτική ζωή και όχι έξω από αυτή όπως αντίθετα συμβαίνει στον καπιταλισμό μέσω της μισθωτής εργασίας (δουλείας).
Ο αποκεντρωτισμός και η αυτοσυντήρηση πρέπει να εμπεριέχουν μια αρχή κοινωνικής οργάνωσης πολύ ευρύτερη από τον απλό τοπικισμό ή την τοπικότητα. Μαζί με την αποκέντρωση, τη σχετική αυτάρκεια, την ανθρώπινη κλίμακα κοινωνικής οργάνωσης, τις εναλλακτικές τεχνολογίες, υπάρχει επιτακτική η ανάγκη για αμεσοδημοκρατικές και αληθινά κοινοτικές μορφές αλληλεξάρτησης. Με λίγα λόγια για ελευθεριακές μορφές συνομοσπονδισμού.

Τι είναι επομένως ο συνομοσπονδισμός (η κοινότητα των κοινοτήτων);

Πάνω από όλα είναι ένα δίκτυο εκτελεστικών συμβουλίων, τα μέλη και οι εκπρόσωποι των οποίων, ορίζονται από αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις στα διάφορα χωριά και στις πόλεις, ακόμη και στις γειτονιές των πόλεων (τομείς).
Αυτοί οι εκπρόσωποι είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και υπεύθυνοι ενώπιον των Γενικών Συνελεύσεων που τους επιλέγουν για το συντονισμό και την εφαρμογή της πολιτικής, που διαμορφώνεται από τις ίδιες (τις γενικές συνελεύσεις). Η λειτουργία τους, επομένως, είναι καθαρά εκτελεστική και πρακτική. Η ιδέα της συνομοσπονδίας περιέχει μια σαφή διάκριση μεταξύ της διαμόρφωσης της πολιτικής, του συντονισμού και της εκτέλεσης πολιτικής που έχει υιοθετηθεί. Η διαμόρφωση πολιτικής είναι αποκλειστικό δικαίωμα των λαϊκών κοινοτικών γενικών συνελεύσεων που βασίζονται στην πρακτική της άμεσης δημοκρατίας, ενώ ο συντονισμός και η διαχείριση είναι υπευθυνότητα των συνομοσπονδιακών συμβουλίων που είναι όργανα αποκλειστικά για τη διασύνδεση των χωριών, πόλεων, γειτονιών σε συνομοσπονδιακά δίκτυα. Η οργάνωση, επομένως ρέει από τη βάση προς την κορυφή και όχι από την κορυφή προς τη βάση.

Το αποφασιστικό στοιχείο που δίνει υπόσταση στο συνομοσπονδισμό είναι η αλληλεξάρτηση των κοινοτήτων με στόχο την αλληλοβοήθεια και την ανταλλαγή και βασίζεται στη συμμετοχή σε σχέση με την κατανομή των πόρων, την παραγωγή και τη διαμόρφωση πολιτικής. Εάν μια κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε κάποια άλλη ή άλλες γενικότερα, για την ικανοποίηση σημαντικών υλικών αναγκών και την πραγματοποίηση κοινών πολιτικών στόχων με τρόπο που να αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, τότε η απομόνωση και ο ακραίος τοπικισμός είναι η πιθανότερη κατάληξη.
Με δυο λόγια η κοινότητα μπορεί να διατηρεί την αυτονομία της και την ταυτότητά της, ενώ παράλληλα να συμμετέχει ισότιμα στο μεγαλύτερο σύνολο που συγκροτεί μια ισορροπημένη ελευθεριακή κοινωνία.

Ο συνομοσπονδισμός ως αρχή κοινωνικής οργάνωσης φθάνει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του, όταν η ίδια η οικονομία λειτουργεί σε συνομοσπονδιακή βάση, θέτοντας τα αγροκτήματα, τα εργοστάσια και τις άλλες αναγκαίες επιχειρήσεις της περιοχής υπό τοπικό έλεγχο – όταν δηλαδή, μια κοινότητα όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, αρχίζει να διαχειρίζεται τους δικούς της οικονομικούς πόρους σε ένα αλληλένδετο δίκτυο με άλλες κοινότητες. Μια συνομοσπονδιακή κοινότητα θα βασίζεται στη συμμετοχή και στην ικανοποίηση που δίνει η κατανομή των αγαθών μεταξύ των κοινοτήτων σύμφωνα με τις ανάγκες τους κι όχι σε «συνεταιριστικές» καπιταλιστικές κοινότητες που βαλτώνουν στο δούναι και λαβείν των σχέσεων ανταλλαγής.
Η συνομοσπονδία είναι η σύνθεση της αποκέντρωσης, της αυτάρκειας, της αλληλεξάρτησης και κυρίως των συνθηκών εκείνων που οδηγούν στους ορθολογικούς και ενεργούς πολίτες της άμεσης δημοκρατίας αντί για τους παθητικούς ψηφοφόρους και καταναλωτές της σημερινής «δημοκρατίας».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΔΡΑΣΗ

Σ΄ αυτές τις συνθήκες που ζούμε μόνο η δημιουργία κινήματος από τη βάση προς τα πάνω, δηλαδή από τον κοινωνικό, εργασιακό και δημοτικό χώρο σε μια κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής των θεσμών και διαδικασιών της κεφαλαιοκρατικής τάξης πραγμάτων, θεσμών όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, διαδικασιών όπως οι εκλογές, η αρχή της αντιπροσώπευσης (σαν η παραχώρηση σε εκπροσώπους πλήρους και αδιαμφισβήτητης εξουσίας) και της ιεραρχίας, μπορεί να θέσει τα προβλήματα επί τάπητος όχι παράλληλα με την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά ανταγωνιστικά, ανατρέποντας την κυριαρχία της , ανοίγοντας το δρόμο για την ελευθεριακή δημοτική αυτοδιεύθυνση των Ελλήνων.

Μέσα από τις διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων και της ανακλητής εκπροσώπησης για την από κοινού λειτουργία της κοινωνικής ζωής, δημιουργώντας και προτείνοντας στην κοινωνία διαδικασίες και όργανα που θα την κάνουν ανοιχτή σε συνθήκες επανατροφοδοτούμενης ελευθερίας, γκρεμίζοντας το συγκεντρωτισμό του κράτους και την αστικοποίηση των πόλεων, ενάντια στην οικονομία για την οικονομία και την κατανάλωση για την κατανάλωση, μετατρέποντας την εργασία από μισθωτή δουλεία σε δημιουργική δράση και δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέπουν την κατανόηση και τη συνεργασία με τη φύση.

Σ΄ αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαία η δημιουργία ελευθεριακών συλλογικοτήτων δράσης (συμβούλια γειτονιάς, επιτροπές κατοίκων, συνεργατικές δράσεις κτλ) που μπορούν να μετατραπούν σε όργανα αποδόμησης του κρατικού ελέγχου και ρήξης με την υπάρχουσα κατάσταση.
Αυτά τα όργανα αποδόμησης, σε οριζόντια διασύνδεση και συνεργασία με άλλες γειτονιές και περιοχές, τόσο για τα τοπικά όσο και για τα γενικότερα προβλήματα πρέπει να εμπεριέχουν ξέχωρα από το μερικό ζήτημα, και το ολικό ζήτημα ανατροπής, μέσα από τη σύνδεση της καθημερινότητας με τα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργεί αυτή η κοινωνία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, σε μια διαδικασία αναπόσπαστης από την υπόθεση της συνολικής ρήξης και ανατροπής της κεφαλαιο-κρατικής βιομηχανικής κοινωνίας.

Τη γνωρίζουμε καλά την «αθώα» κριτική για «ουτοπίες».
Την επιστρέφουμε ρωτώντας το πόσο ουτοπικό είναι να περιμένει κανείς από υποψήφια αφεντικά να μην κοιτάξουν το συμφέρον τους, θεωρώντας ουτοπία να διατηρηθεί η κατάσταση ως έχει, αφού είναι αντιανθρώπινο να μην ονειρεύεσαι, να μην προσδοκάς και εν τέλει να μην αγωνίζεσαι για μια καλύτερη ανθρωπότητα, να μην προσδοκάς και να μην αγωνίζεσαι για το αυτονόητο.

Γ. Δ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου