Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΩΝ «ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ» , ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


 «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ – Πρωτόκολλο Εικοστό:
“Μια προοδευτική φορολογία θα δώσει πολύ μεγαλύτερο εισόδημα από τη σημερινή αναλογική φορολογία, η οποία μας είναι χρήσιμη μόνο για να διεγείρουμε αναταραχές και δυσαρέσκειες μεταξύ των Χριστιανών. Προκαλέσαμε στους Χριστιανούς οικονομικές κρίσεις… Η συγκέντρωση της βιομηχανίας στα χέρια των κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι κατέστρεψαν τη μικρή βιομηχανία, απορρόφησε όλες τις δυνάμεις του λαού και συγχρόνως του Κράτους. Όσο καιρό τα δάνεια παρέμειναν εσωτερικά, οι Χριστιανοί δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να μεταβιβάζουν το χρήμα από την τσέπη του φτωχού στις τσέπες του πλούσιου.
Όταν όμως εξαγοράσαμε τα πρόσωπα που χρειάζονταν για να μεταφέρουμε τα δάνεια σε εξωτερικό έδαφος, όλα τα πλούτη των Χριστιανών διοχετεύθηκαν στα ταμεία μας και όλοι οι Χριστιανοί άρχισαν να μας πληρώνουν φόρο υποτέλειας.”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ:

«…Η δίκη της Βέρνης ήταν στην πραγματικότητα ένας ελιγμός εκ μέρους του διεθνούς Εβραϊσμού που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την Ελβετική δικαιοσύνη ή να το θέσουμε καλύτερα την Ελβετική μαρξιστική «δικαιοσύνη», για να πετύχει ένα μάλλον επίσημο νομικό προσδιορισμό της μη αυθεντικότητας του ντοκουμέντου το οποίον τόσο πολύ ενοχλεί τον Εβραϊσμό. Αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να εκδικασθεί η αυθεντικότητα του ντοκουμέντου εκεί. Βασικά το δικαστήριο της Βέρνης εξέτασε την καταγγελία κάποιων Εβραϊκών κοινοτήτων εναντίον του Silvio Schnell, ο οποίος διένειμε μερικά αντίτυπα της Γερμανικής έκδοσης των «Πρωτοκόλλων» σε ένα εθνικιστικό συνέδριο,Ξεκινώντας από αυτήν την βάση, από καθαρά νομική άποψη, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να έχει κανένα ενδιαφέρον για την αυθεντικότητα ή όχι του κειμένου, αλλά απλώς να αποφασίσει μήπως αυτό, ανεξάρτητα της γνησιότητας του ή όχι, ήταν καταδικαστέο βάσει του προαναφερθέντος νόμου για τυχόν υποκίνηση ενός τμήματος του Ελβετικού λαού εναντίον του άλλου. Ο Εβραϊσμός εν τούτοις διαστρέβλωσε αυτό το αίτημα επικεντρώνοντας την προσοχή στο πρόβλημα της αυθεντικότητας με σκοπό να φθάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σχετικά με αυτό αναφέρουμε μία ενδεικτική δήλωση του μεγάλου ραβίνου της Στοκχόλμης: «Αυτή δεν είναι μία δίκη εναντίον του Schnell και των φίλων του, αλλά όλων των Εβραίων του κόσμου κατά όλων των δυσφημιστών τους. Δεκαεφτά εκατομμύρια Εβραίων έχουν τα μάτια τους στην Βέρνη.»
Μετά από ένα χρόνο διαδικασιών το δικαστήριο καταδίκασε πρωτόδικα τον Schnell(βάσει του άρθρου 14 του νόμου του καντονιού της Βέρνης περί ανατρεπτικών και ανήθικων εντύπων), χαροποιώντας τους Εβραίους που νόμισαν ότι ξεμπέρδεψαν με τα «Πρωτόκολλα». Ήταν όμως ένας σύντομος θρίαμβος. Τον Νοέμβριο του 1937 το Εφετείο της Βέρνης ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση, αθώωσε τον Schnell, διέταξε τις ενάγουσες Εβραϊκές κοινότητες να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα και ανακήρυξε τον εαυτό του αναρμόδιο να αποφανθεί για το ερώτημα περί της αυθεντικότητας του ντοκουμέντου.
Αλλά το ερώτημα της αυθεντικότητας ήδη είχε τεθεί στην πρώτη εκδίκαση. Με τι αποτελέσματα; Για άλλη μία φορά αρνητικά. Το Εβραϊκό μέτωπο προσπάθησε να επιτύχει τους στόχους του ουσιαστικά με δύο τρόπους: με ψεύτικες αποδείξεις και με την θέση περί «λογοκλοπής». Καθώς δεν μπορούμε να μπούμε σε λεπτομέρειες εδώ, θα περιορισθούμε στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Κάποια γυναίκα ονόματι Kolb, ήδη καταδικασθείσα για απάτη και πλαστογραφία σαν «Πριγκίπισσα Radziwill» ανέφερε, σε μία μαρτυρία έντεχνα επινοημένη από κοινού με μία φίλη της και κάποιον Comte du Chayla – έναν κάτι παραπάνω από ύποπτο τύπο, έναν παρανοϊκό τυχοδιώκτη και προδότη, που είχε κάποτε καταδικασθεί σε θάνατο και μετά πήρε χάρη- ότι τα «Πρωτόκολλα» γράφτηκαν στο Παρίσι το 1905 από τρεις πράκτορες της Ρώσικης μυστικής αστυνομίας με σκοπό να προκαλέσουν μία δημόσια αντισημιτική εκστρατεία.
Εν τούτοις το κείμενο φαίνεται ότι ήταν στην κατοχή κάποιου ονόματι Stepanoff από το 1895 και του Nilus από το 1902 και ότι είχαν δημοσιευθεί ολόκληρα στην Ρώσικη εφημερίδα Znamja το 1903 δηλαδή δύο χρόνια πριν την υποτιθέμενη συγγραφή τους στο Παρίσι! Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι από τους τρεις Ρώσους που κατονομάσθηκαν, δηλαδή τους Ratchkovsky, Manuellov και Coloninsky, κανένας δεν ήταν στο Παρίσι το διάστημα που κατά την Kolb υποτίθεται ότι «επινόησαν» τα «Πρωτόκολλα».
Τα άλλα μέσα της δυσφήμησης ήταν οι κατηγορίες για «λογοκλοπή». Εδώ έγινε μία σοβαρή παρανόηση. Βασικά, το πρόβλημα της αξίας του ντοκουμέντου είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που τυχόν προκύπτει σχετικά με μία λογοτεχνική εργασία, που μπορεί επιλυθεί με την εξέταση της αυθεντικότητας της και το δικαίωμα κάποιων να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους συγγραφείς της. Εδώ το ζήτημα είναι τελείως διαφορετικό. Οι «Times» είχαν ήδη θέσει το ερώτημα για λογοκλοπή το 1903 επισημαίνοντας ότι το κείμενο αντιγράφει ιδέες και προτάσεις από ένα πολιτικό φυλλάδιο που εξεδόθη από κάποιον Joly (εβραϊκής καταγωγής, εξτρεμιστή και Μασόνο) για τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για μία Μακιαβελική πολιτική κυριαρχίας. Αυτή η αντιστοιχία, ή αυτού του είδους η «λογοκλοπή» υφίσταται και δεν περιορίζεται στην εργασία του Joly, αλλά ισχύει και για διάφορα άλλα έργα της εποχής. Εν τούτοις τι μας λέει αυτό; Για να αποφασίσουμε εάν όντως τα «Πρωτόκολλα» απεικονίζουν το πρόγραμμα παγκόσμιας κυριαρχίας μιας μυστικής οργάνωσης, δεν έχει καμία διαφορά εάν ο συγγραφέας τα έχει γράψει από την αρχή ως το τέλος ή έχει χρησιμοποιήσει ιδέες και στοιχεία από άλλα έργα, προβαίνοντας έτσι από λογοτεχνική άποψη σε «λογοκλοπή». Η αντισημιτική διαμάχη έχει φέρει στο φως μια ολόκληρη σειρά «πηγών», οι οποίες γενικά απεικονίζουν την έμπνευσή τους από τις επικρατούσες ιδέες και αντανακλούν, συχνά σε μία μυθιστορηματική μορφή, την συγκεχυμένη συνειδητοποίηση μίας πραγματικότητας. Η πραγματικότητα αυτή είναι ότι όλος ο προσανατολισμός του σύγχρονου κόσμου υποτάσσεται σε ένα παγιωμένο σχέδιο που έχει τεθεί σε εφαρμογή από μία μυστηριώδη οργάνωση.
Έτσι το πρόβλημα της «αυθεντικότητας» μετατοπίζεται πάλι σε αυτό της «επαλήθευσης». Όσον αφορά την «αυθεντικότητα» η έκβαση της δίκης της Βέρνης, όπως ήδη εξηγήσαμε, ήταν αρνητική. Η εισαγγελική αρχή δεν κατάφερε να αποδείξει ότι ήταν πλαστά. Αλλά, νομικά, η υπεράσπιση δεν υποχρεούται να αποδείξει την αυθεντικότητα ενός αμφισβητήσιμου ντοκουμέντου. Αυτό πρέπει να το κάνει η εισαγγελική αρχή. Εφόσον όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες του Εβραϊσμού –τις ενορχηστρωμένες καταθέσεις, την άποψη περί λογοκλοπής, τα μεροληπτικά έγγραφα που δόθηκαν από τους Σοβιετικούς, τους ελιγμούς με τους οποίους κατάφεραν να καταστήσουν όλα τα ντοκουμέντα της υπεράσπισης απαράδεκτα(τουλάχιστον στο πρωτοδικείο), μία υπερβολικά μεροληπτική αναφορά του εμπειρογνώμονα, κάποιου Loosli, διαβόητου φιλοσημίτη, και διάφορα άλλα- δεν απέδειξε την αναλήθεια του, το πεδίο είναι ελεύθερο και μας απαλλάσσει από το ερώτημα περί «αυθεντικότητας»…»

Vita Italiana 1938

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου