Την τελευταία της πνοή άφησε σε ηλικία 107 ετών η γιαγιά των Μαρασίων. Η γυναίκα σύμβολο των Εβριτών έφυγε πλήρης ημερών αφήνοντας έργο ψυχής για τους Έλληνες. Την κηδεία ανέλαβε ο στρατός. Έγίνε σήμερα στις 12:00 στα Μαράσια Έβρου παρουσία του αρχηγού του στρατού.
Η Βασιλική Λαμπίδου - Φωτάκη γεννήθηκε το 1904 στο
Μεγάλο Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης. Από παιδί γνώρισε την ορφάνια και την πίκρα της προσφυγιάς, καθώς οι προστάτες - συγγενείς της μετακινήθηκαν κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Αδριανούπολη. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου και έπειτα στο Σάκκο Ορεστιάδας.
Παντρεύτηκε και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Κι όταν έχασε τα τρία σε νεαρές ηλικίες, σε δύσκολες εθνικές στιγμές, άρχισε να βλέπει σαν δικά της παιδιά, όλα τα Ελληνόπουλα και ιδιαίτερα τα στρατευμένα.
Το 1962 εγκαταστάθηκε οριστικά στα Μαράσια. Το σπίτι της ήταν το τελευταίο του χωριού, κτισμένο δίπλα στο ακριτικό φυλάκιο των Μαρασίων. Συμμεριζόμενη από κοντά τα προβλήματα των νεαρών στρατιωτών, καθώς ζούσαν μακριά από τις οικογένειες τους, πήρε την μεγάλη απόφαση να τους συμπαρασταθεί, με αγάπη, τρυφερότητα, αφοσίωση και φιλοστοργία, σαν να ήταν η πραγματική τους μάνα.
Για δεκαετίες ολόκληρες μαγείρευε το φαγητό των φρουρών των συνόρων μας, έπλενε τα ρούχα τους, άκουγε τον παλμό της καρδιάς τους, μα και τις ανησυχίες τους, και καθημερινά ύψωνε παρά τα χρόνια της, την ελληνική σημαία για να κυματίσει περήφανα - όπως η ίδια έλεγε - στον ελληνικό ουρανό.
Συμβόλιζε τη Μάνα. Όσοι έκαναν τη στρατιωτική θητεία τους στον Έβρο, οι σημερινοί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, τη θυμούνται με λατρεία και ευγνωμοσύνη.
Η Βασιλική Λαμπίδου - Φωτάκη γεννήθηκε το 1904 στο
Μεγάλο Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης. Από παιδί γνώρισε την ορφάνια και την πίκρα της προσφυγιάς, καθώς οι προστάτες - συγγενείς της μετακινήθηκαν κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Αδριανούπολη. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου και έπειτα στο Σάκκο Ορεστιάδας.
Παντρεύτηκε και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Κι όταν έχασε τα τρία σε νεαρές ηλικίες, σε δύσκολες εθνικές στιγμές, άρχισε να βλέπει σαν δικά της παιδιά, όλα τα Ελληνόπουλα και ιδιαίτερα τα στρατευμένα.
Το 1962 εγκαταστάθηκε οριστικά στα Μαράσια. Το σπίτι της ήταν το τελευταίο του χωριού, κτισμένο δίπλα στο ακριτικό φυλάκιο των Μαρασίων. Συμμεριζόμενη από κοντά τα προβλήματα των νεαρών στρατιωτών, καθώς ζούσαν μακριά από τις οικογένειες τους, πήρε την μεγάλη απόφαση να τους συμπαρασταθεί, με αγάπη, τρυφερότητα, αφοσίωση και φιλοστοργία, σαν να ήταν η πραγματική τους μάνα.
Για δεκαετίες ολόκληρες μαγείρευε το φαγητό των φρουρών των συνόρων μας, έπλενε τα ρούχα τους, άκουγε τον παλμό της καρδιάς τους, μα και τις ανησυχίες τους, και καθημερινά ύψωνε παρά τα χρόνια της, την ελληνική σημαία για να κυματίσει περήφανα - όπως η ίδια έλεγε - στον ελληνικό ουρανό.
Συμβόλιζε τη Μάνα. Όσοι έκαναν τη στρατιωτική θητεία τους στον Έβρο, οι σημερινοί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, τη θυμούνται με λατρεία και ευγνωμοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου