Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Πειραματική Αρχαιολογία - Αναστατική Ελληνοσκυθικού τόξου



Πρόλογος
Από πολύ μικρή ηλικία με εντυπωσίαζαν οι λαοί που έκαναν χρήση της πανάρχαιας τέχνης της τοξοβολίας. Για σχεδόν 30 έτη και διάφορους προσωπικούς λόγους αμέλησα να ξεκινήσω την μελέτη και την ενασχόληση μου με αυτή. Η προτροπή μού δώθηκε όταν πάράλληλα με τις σπουδές μου στην Ιταλία, είχα την τύχη να γνωρίσω και να εκπαιδευτώ υπό του καθηγητή Gianni Br. και με την ομάδα τοξοβόλων Arcieri e balestrieri Filippo degli Ariosti της πόλης της Φερράρα. Μέσω του δασκάλου μου κατάφερα και ήρθα σ’επαφή με έναν μεγάλο μελετητή, πειραματικό αρχαιολόγο και ιστορικό της τοξοβολίας, τον Stefano Benini. Μαζί τους πέρασα πάρα πολλές ώρες τόσο στην εξάσκηση της τοξοβολίας αλλά και στην γενικότερη ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών για την τέχνη της. Οι μελέτες και οι εμπειρίες που είχαν συλλέξει για την τοξοβολία και την χρήση του τόξου γενικότερα, ξεκινούσαν από την νεολιθική εποχή και περιοριζόντουσαν τόσο στην ινδιάνικη δυτική τέχνη, στην βορειοευρωπαική όσο και στην ανατολίτικη και με μικρές αναφορές για την κεντροευρωπαική.

Κατά την διάρκεια της εκπαιδεύσεώς μου, τους μετέφερα την επιθυμία μου να γίνει μία έρευνα και μελέτη για μια πιθανή αναστατική ενός σκυθικού-ελληνικού τόξου καθώς μετά από μία σύντομη έρευνα στο παγκόσμιο ιστό, διαπίστωσα την ύπαρξη πιθανών αντιγράφων με σύγχρονα υλικά οργανικά και μη, που στερούσαν σχετικής έρευνας και ιστορικής ακριβείας.

Από τον Μάρτη του 2011 και μετά από σχεδόν 6 μήνες ο Stefano Benini κι εγώ καταφέραμε και κατασκευάσαμε ένα αντίγραφο (αναστατική) σκυθοελληνικού τόξου της ύστερης ομηρικής περιόδου. Η παρούσα μελέτη εξιστορεί μεγάλο κομμάτι της έρευνας και της δημιουργίας του.


Προ-Ιστορία και επισκόπηση τοξοβολίας

Πρόδρομοι τόξων έως αρχαίους Σκύθες
Εκφράζοντας, κυρίως την  πολεμοχαρή  αλλά και την προς επιβίωση “θηρευτική” διάθεση του Κρο Μανιόν, η Τοξοβολία εμφανίζεται 40.000 χρόνια πριν, αναθέτοντας τον ρόλο του ιστορικού «αναδόχου» στον πρωτόγονο αυτό προπάτορα. Πρώτη επινόηση προς κάλυψη της ανάγκης για ένα εκηβόλο όπλο για την διεκπεραίωση των Πολέμων, η Τοξοβολία αποτελεί τον μακρινό προπομπό της εκηβόλου οπλικής τεχνολογίας η οποία έμελλε να ανακτήσει τον μακραίωνα χαμένο της χρόνο, για να εκτοξευθεί γεωμετρικά σε ύψη τελειώσεως μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα!

Τα πρώτα ιστορικώς τεκμαρτά τόξα ανάγονται στην στ΄ χιλιετία π.Χ., ενώ, στους Μεσογειακούς λαούς πρωτοεντοπίζονται αρχικά στους Αιγυπτίους κατά την ‘ανατολή’ της Α΄Δυναστείας (5000 π.Χ.) και ανάλογα τα Φαραωνικά τόξα των Θηβαϊκών γλυπτών, όπου είναι και τα τόξα του Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού (β΄ χιλιετία π.Χ.). Εκείνο το οποίο τελικά επικράτησε ως πλέον ισχυρό ήταν το σκυθικό τόξο που εισήχθει στις κοιλάδες του Νείλου και του Ευφράτη από τους Ασσυρίους, Σκύθες και Χετταίους κατακτητές και φαίνεται να επικράτησε του ταυτόχρονου ομηρικού ελληνικού τόξου (από κέρατα αίγας), μάλλον λόγω αποτελεσματικότητος και μικρότερου χρόνου κατασκευής και διαθεσιμότητας υλικών (ήταν ξύλινο). Το τόξο αυτό απετέλεσε το κύριο όπλο των σκυθοπερσικών λαών με διπηχές μήκος και τριπήχη βέλη (ο ελληνικός πήχης σαν ανθρωπομετρική μονάδα μέτρησης αναφερόταν στην απόσταση από τον αγκώνα μέχρι το άκρο του χεριού, όταν αντικαταστάθηκε μετέπειτα με τον εμπορικό στα 64εκ. και με τον τεκτονικό στα 75εκ.).

Επί της ουσίας, στο τόξο διέπρεψαν οι Ασιάτες και κυρίως οι Σκύθες και οι Πάρθοι ενώ, κατά την ακμή της Ελλάδος, τόξα έφεραν οι “ψιλοί” στρατιώτες (Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9). Στην Ελλάδα για παράδειγμα οι Κρήτες υπήρξαν ικανοί μισθοφόροι τοξότες άλλοτε υπηρετούντες στις τάξεις των Ελληνικών στρατών κι άλλοτε στις τάξεις των στρατών των συμμάχων των Ρωμαίων (Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9 και Liv. Xiii.35). Μετά λοιπόν την κάθοδο τους, οι Δωριείς κατέρχονται και στην Kρήτη ανάμεσα στο 1000-800 π.X. Oι Kρήτες αντιστάθηκαν, μπροστά όμως στα σιδερένια όπλα των αντιπάλων δεν είχαν πολλές ελπίδες με τα χάλκινά τους όπλα. Μεταξύ λοιπόν του 800 και 600 π.Χ βλέπουμε να εισάγεται και το σκυθικό τόξο που υπερτερούσε των προκατόχων του και στην εμβέλεια με το πρώτο να φτάνει και τα 150μ. Σχετικά με τα υλικά κατασκευής του εικάζουμε ότι εξ’αιτίας της νομαδικότητας του λαού, είχαν στην διάθεσή τους μεγάλη ποικιλία ξυλείας από διάφορα μέρη της τότε ευρασιατικής πανίδας από τα πιο κοινά σημερινά μέχρι και τα πιο σπάνια που συναντώνται την ρωσική τάιγκα και περιοχές γύρω από αυτήν σαν και τα...

- Λάρικας και υποείδη αυτού (Larix - Larch),
- Γιουνίπερος ο ρωσικός (Juniperus semiglobosa),
- Σκλήθρα ή Άλνος ο Κολλώδης ευρασίας (Alnus subcordata, Alnus orientalis, Alnus mandshurica, Alnus incana),
- Σημύδα (Betula frecce), ενώ για τα υπόλοιπα τμήματα είχαν στην διάθεσή τους δέρμα και νέυρα για τις χορδές από τα ζώα τους, φτερά για τα βέλη και πολύ πιθανό να έκαναν χρήση και άλλων υλικών ή και πολύτιμων μέταλλων για τον διάκοσμό τους.

Από τους Σκύθες στους Έλληνες της ύστερης ομηρικής περιόδου

Καταγωγή Σκυθών
Με το όνομα Σκύθες αναφέρονται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ένα σύνολο νομαδικών φυλών που έρχονταν σε επαφή μαζί τους, αυτοί ζούσαν στην κεντρική Ασία και στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο (Ιστορία 4.6) οι Σκύθες ονόμαζαν τους εαυτούς του Σκολότες. Το ελληνικό Σκύθες προφανώς αντικατοπτρίζει μια παλαιότερη αντήχηση του ιδίου ονόματος *Skuδa- (όπου ο Ηρόδοτος μεταγράφει το άγνωστο δ σε λάμδα ενώ το -τοι αντιπροσωπεύει την κατάληξη πληθυντικού -τα της γλώσσας του Νότιου Ιράν. Η λέξη αρχικά σήμαινε τοξευτής, τοξότης και προήλθε αρχικά από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλωσσική ρίζα -skeud- εκτοξεύω, πετώ (σύγκρινε με την αγγλική λέξη shoot). Οι Σκύθες αποτελούσαν ένα χαλαρό δίκτυο από νομαδικές φυλές από έφιππους βοσκούς και καβαλάρηδες. Εισέβαλαν σε πολλές περιοχές στις στέπες της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σήμερα αποτελούν το Καζακστάν, Αζερμπαιτζάν, την νότια Ουκρανία και την Νότια Ρωσία. Ο Όμηρος αποκαλούσε τους Σκύθες "αρμεχτές-φοράδων" και τους περιέγραψε με λεπτομέρειες: η στολή τους αποτελούνταν από παραγεμισμένα κεντημένα δερμάτινα παντελόνια, σουρωμένα μέσα σε μπότες και ανοιχτούς χιτώνες. Ίππευαν δίχως αναβολείς ή σαμάρια, μόνο με σαμαροσκούτια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σκύθες χρησιμοποιούσαν κάνναβη τόσο για να υφαίνουν τα ρούχα τους, όσο και για να καθαρίζονται από τον καπνό της (Ιστορία 4.73-75) έχοντας επιβεβαιωθεί από την σύγχρονη αρχαιολογία. Σε αυτό τείνει λοιπόν να συμφωνήσουν και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα ακόμα και αναπαραστάσεις σε ερυθρόμορφα αγγεία που τους παρουσιάζει να φορούν κομμάτια υφάσματος απλά ραμμενα μεταξύ τους. Επί των ενδυμάτων θα αναφερθώ σε μελλοντική μελέτη μου με νέα αναπαραγωγή-αναστατική της στρατιωτικής τους εμφάνισης. Επιστρέφοντας τώρα στον σκυθικό πολιτισμό, έχουμε αναφορά για τον Σκύθη φιλόσοφο Ανάχαρσις που επισκεύθηκε την Αθήνα τον 6ο αιώνα π. Χ. και έγινε διάσημος σοφός. Οι Σκύθες είναι επίσης γνωστοί για την χρήση αγκυλωτών και δηλητηριωδών βελών πολλών τύπων, τη νομαδική ζωή που επικεντρώνονταν γύρω από τα άλογα - τρέφονταν από το αίμα των αλόγων σύμφωνα με τον Ηρόδοτο - και την ικανότητά τους στον ανταρτοπόλεμο. Οι Σκύθες θεωρούνται οι πρώτοι που εξημέρωσαν το άλογο και που το χρησιμοποίησαν και στη μάχη και που έπειτα ακολούθησαν οι Μογγολικές φυλές και η τέχνη των Kassai. Σχετικά με τους τελευταίους φαίνεται το τόξο τους να προέρχεται αμέσως μετά του σκυθικού, τόσο σε διαστάσεις αλλά και σε σχήμα.

Χρονολογική επισκόπηση της παρουσίας του πολιτισμού των Σκυθών
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία ευρέως αποδεκτή εξήγηση για την καταγωγή των Σκυθών, ούτε για το πως μετανάστευσαν στον Καύκασο και την Ουκρανία. Όμως πολλοί μελετητές συγκλείνουν στο ότι μετανάστευσαν δυτικά από την Κεντρική Ασία μεταξύ του 800 π.Χ. και 600 π.Χ. Ο Ηρόδοτος αποδίδει το όνομα της χώρας απ' όπου κατάγονται οι Σκύθες ως Γέρρος... “Ετοίμαζαν τον νεκρό τους και ταξίδευαν με αυτόν μακρινές αποστάσεις για να τον πάνε στους Γέρους για ταφή.” Τα Ασσυριακά αρχεία, τα πρώτα που αναφέρουν τους Iskuzai, χρονολογούνται περίπου από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος επίσης επιβεβαιώνει ότι ο βασιλιάς τους Partatua είχε συμμαχία με την Ασσυρία και ότι ο Mannai τον αναγνώριζε. Το 663 π.Χ. ο γιος του Partatua Madius (Madyes), μετά από αίτηση του Ashurbanipal (Σαρδανάπαλος) της Ασσυρίας νίκησε των βασιλιά των Μήδων Φαραόρτη (Kshathrita), αποκτώντας τον έλεγχο επί των Μήδων μέχρι το 625 π.Χ. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του είχε οδηγήσει τους Σκύθες και τους Κιμμέριους (προφανώς στενοί συγγενείς τους) σε σε μια έκρηξη λεηλασιών, που μάστιζε και λεηλατούσε την Ασσυρία, την Ανατολία, την Βόρεια Συρία, την Φοινίκη, τη Δαμασκό και την Φιλισταία. Λεηλάτησαν τον Ναό της Αφροδίτης στο Ασκελόν, και ο Ιερεμίας (4:7-13) τους αναφέρει ως "καταστροφέας εθνών ... (του οποίου) τα άρματα είναι σαν ανεμοστρόβιλος".

Μετά το 625 π.Χ. ωστόσο, οι Σκύθες εγκατέλειψαν την Μηδική Αυτοκρατορία - οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν το έπραξαν αυτό με τη θέλησή τους, ή τους εξόρισαν ή και κυνηγήθηκαν. Όπως και να 'χει, δεδομένου ότι ακολούθησε η καταστροφή της Ασσούρ από τους Μήδους το 614 π.Χ., χρειάστηκε να αλλάξουν πλευρά και να συμμαχίσουν μα τους Μήδους. Αποτέλεσαν τμήμα της δύναμης που κατέστρεψε την Νινευή το 612 π.Χ. Λίγο καιρό αργότερα, οι Σκύθες γύρισαν ξανά πίσω στις στέπες. Το 512 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Δαρείος ο Μέγας της Περσίας επιτέθηκε στους Σκύθες, φαίνεται να τους προσέγγισε διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται ότι οι Σκύθες, ως νομάδες που ήταν, κατάφεραν να μπερδέψουν τα σχέδια του Περσικού στρατού, αφήνοντάς τους να προελάσουν κατά μήκος όλόκληρης της χώρας, χωρίς συμπλοκή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με αυτόν τον τρόπο κατέληξε να φτάσει μέχρι τον ποταμό Βόλγα.

Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Σκύθες φαίνεται να ευημερούσαν. Όταν ο Ηρόδοτος έγραψε την "Ιστορία" του κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες διέκριναν την "Μεγάλη Σκυθία" η οποία εκτείνονταν σε απόσταση 20 ημερών με το άλογο από τον ποταμό Δούναβη, προς τα δυτικά, κατά μήκος των στεπών της σημερινής Ουκρανίας έως το κατώτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Ντον, από την "Μικρή Σκυθία". Ο Ντον που ήταν τότε γνωστός ως "Τανάις" χρησίμευε ως κύρια εμπορική αρτηρία ήδη από τότε. Προφανώς οι Σκύθες απέκτησαν τον πλούτο τους από τον έλεγχο του σκλαβεμπορίου, από τον βορρά στην Ελλάδα, μέσω των λιμανιών των Ελληνικών αποικιών της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, καλλιεργούσαν δημητριακά και μετέφεραν με πλοία σιτάρι, μαλλί και τυρί στην Ελλάδα.

Οι Σκύθες της Κριμαίας δημιούργησαν ένα βασίλειο που εκτείνονταν από το κάτω μέρος του Δνείπερου μέχρι την Κριμαία. Η πρωτεύουσά τους, η σκυθική Νεάπολη, βρίσκονταν στα προάστια της σημερινής Συμφερούπολης. (Οι Γότθοι την κατέστρεψαν πολύ αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ..)

Στην νοτιότερη γωνία των πεδιάδων, βόρεια από τα δάση της Θράκης, ο Φίλιππος ο Μακεδόνας εγκατέστησε Μακεδονικές εμπορικές πόλεις κατά μήκος δρόμων που έφταναν βόρεια μέχρι τον Δούναβη κατά τη διάρκεια του 330 π.Χ.(Fox 1973). Οι Έλληνες τεχνίτες από τις αποικίες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας έφτιαξαν εντυπωσιακά σκυθικά χρυσά στολίδια, χρησιμοποιώντας τον Ελληνικό ρεαλισμό για να αναπαραστήσουν σκυθικά μοτίβα λιονταριών, κερασφόρων ελαφιών, και γρυπών. Η ελληνο-σκυθική επαφή επικεντρώθηκε στις ελληνιστικές πόλεις και οικισμούς της Κριμαίας (ιδίως στο Βασίλειο του Βοσπόρου).

Λίγο μετά το 300 π.Χ., οι Κέλτες φαίνεται ότι εκτόπισαν τους Σκύθες από τα Βαλκάνια, ενώ στην νότια Ρωσία, μια συγγενική φυλή, οι Σαυρομάτες, σταδιακά υπερίσχυσαν αυτών.

Οι αρχαίοι Ελληνες τοξότες
Αν και μεγάλο μέρος των πολιτών θεωρεί ότι η τοξοβολία δεν αποτελούσε τμήμα της στρατιωτικής εκπαιδεύσεως των προγόνων μας, ιδιαίτερα λόγω της σπαρτιατικής απόψεως ότι αποτελούσε το πλέον δειλό όπλο στην μάχη. Η αρχαία όμως ελληνική λογοτεχνία μας εξιστορεί άλλα. Πολλά μυθολογικά στοιχεία την φέρουν σαν άρικτο τμήμα της τέχνης του κυνηγιού και των μαχών. Ετσι συναντούμε πολλούς αρχαίους ‘Ελληνες τοξότες μέσα από την ελληνική μυθολογία σαν και τους...
- O Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής αδερφός του Αίαντα. Έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και θεωρείτο ως ο καλύτερος τοξότης των Ελλήνων. Πληγώθηκε από τον Έκτορα, αλλά σώθηκε από τον Αίαντα. Πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Πατρόκλου, όπου νίκησε στην τοξοβολία και ήταν ένας από τους Αχαιούς που μπήκε μέσα στον Δούρειο Ίππο.
- Ηρακλής, μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των Ελλήνων ηρώων. Γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του Δία και της Αλκμήνης, απόγονος του Περσέα παρουσιάζεται συχνά πλην των άλλων να φέρει και τόξο με δηλητηριασμένα βέλη και τα χρησιμοποίησε για να νικήσει τις Στυμφαλίες όρνιθες...
- Ποίας, Αργοναύτης, γιος του Θαυμάκου, σύζυγος της Μεθώνης και πατέρας του Φιλοκτήτη (όπως αναφέρεται από τον Νέστορα στην «Οδύσσεια»). Ο Ποίας πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και σκότωσε τον γιγαντιαίο Τάλω. Παραδίνεται ότι ο Ποίας ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος να βάλει φωτιά στον σωρό από ξύλα (πυρά) όπου κάηκε ο Ηρακλής, στη σημερινή κορυφή Πυρά της Οίτης. Για τον λόγο αυτό, ο Ηρακλής του έδωσε το τόξο και τα βέλη του, τα οποία στη συνέχεια κληρονόμησε ο γιος του Φιλοκτήτης, κατά την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή.
- Φιλοκτήτης, γιος του βοσκού Ποίαντα και της Μεθώνης, που έτυχε να περνά από την Οίτη όταν ο Ηρακλής ζητούσε από το γιο του Ύλλο να ανάψει την πυρά για να τον κάψει, αλλά εκείνος δίσταζε. Από τους παρευρισκόμενους μόνο ο Φιλοκτήτης πήρε την πρωτοβουλία κι έτσι ο ήρωας του χάρισε το τόξο του και τα δηλητηριασμένα βέλη του για να τον ευχαριστήσει. Ο Φιλοκτήτης συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο και μάλιστα τραυμάτισε θανάσιμα τον Πάρη με το τόξο του, αδερφό του Έκτορα και παιδί του Πριάμου. - Ο Πάρις, γνωστός και με το όνομα Αλέξανδρος ή Αλάξανδος, ήταν πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας. Ο γνωστότερος μύθος που συνδέεται με τον Πάρι είναι ο σχετικός με την απαγωγή της Ωραίας Ελένης από αυτόν, που προκάλεσε τον Τρωικό Πόλεμο. Προς το τέλος αυτού του πολέμου, ο Πάρις πλήγωσε θανάσιμα στη φτέρνα τον Αχιλλέα με ένα βέλος.
- Ο Ωρίωνας, ήταν ο πιο διάσημος κυνηγός στην ελληνική μυθολογία.
- Ο Ιππόλυτος, γιος του Θησέα και της αμαζόνας Ιππολύτης.
- Ο Έρως, ο φτερωτός θεός της αγάπης. Συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο, όταν χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους, αυτοί ερωτεύονταν παράφορα.
- Η Αταλάντη είναι μυθολογικό πρόσωπο με ισχυρές παραδόσεις τόσο στη Θήβα όσο και στην Αρκαδία. Λέγεται, πως η κυνηγός είχε τοξεύσει και σκοτώσει τους δύο Κένταυρους Υλαίο και Φοίκο όταν αυτοί προσπάθησαν κάποτε να την βιάσουν.
- H Άρτεμις, κόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων, παρουσιάζεται πάντα να κυνηγά με τόξο και βέλος.
- Ο Απόλλωνας, γιος του Δία και της Λητούς επίσης, δίδυμος αδερφή της Άρτεμις, μεταξύ των άλλων και προστάτης των τοξοβόλων.
- Ο Οδυσσέας, ο γιός του Λαέρτη, βασιλιάς της Ιθάκης που όπως εξιστορεί ο Ομηρος μετά την επιστροφή του στο νησί απο την οδύσσειά του, διαγωνίστηκε με τους λοιπούς “μνηστήρες” με το τόξο του σε έναν αγώνα τοξοβολίας.
- Ο Ακταίωνας, γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Τον ανέθρεψε ο Κένταυρος Χείρωνας στο Πήλιο και έγινε σπουδαίος κυνηγός. - Ο Ευρύποτας, από την Κρήτη, αρχηγός της ομάδας των τοξοτών που ο μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος ο 2ος είχε στα στρατεύματά του στην μάχη του για τις αρχαίες Θήβες το 335π.Χ.
- Ο Ομβριος, από την Κρήτη που φέρεται ως ο διάδοχος του Ευρύποτα.

Η ελληνική χρήση του σκυθικού τόξου
Για την ελληνική λοιπόν πλευρά της ιστορίας, φαντάζει οι Σκύθες να είχαν έρθει σε επαφή με τους Ελληνες ήδη πριν απο το 600 π.Χ και να μεταφέρθηκε στους τελευταίους η γνώση και η τέχνη τους στην κατασκευή και χρήση του συγκεκριμένου είδους τόξου. Δεν αποτελεί περίεργο που πλέον τους συνατούμε σε διηγήσεις του Αριστοφάνη στους “Αχαρνείς” του όπου είχαν το ρόλο της “αστυνομίας πόλεως”. Ενώ σε αυτό έρχονται νεότερα αρχαιολογικά ευρύματα να μας το επιβεβαιώσουν όταν σε ανασκαφές στην Βεργίνα της Μακεδονίας μας το 1977, ήρθε στο φως ο γνωστός γωρυτός της Βεργίνας. “Γωρυτός” ονομάζεται η θήκη για τα βέλη και το τόξο έφιππου ή και πεζού πολεμιστή. Δερμάτινη ή ξύλινη, η θήκη αυτή καλύπτεται συνήθως με χρυσό έλασμα και άλλες διακοσμίσεις. Οι φυσικές και χημικές αναλύσεις των μετάλλων θα ελέγξουν κάποια στιγμή την υπόθεση ότι οι γωρυτοί είχαν κατασκευαστεί σε ελληνικό εργαστήριο ή όχι μιας και έως τότε μονάχα τέσσερις γωρυτοί είχαν βρεθεί στη Νότια Ρωσία και το εξάρτημα αυτό θεωρείτο έως τις μέρες μας τυπικά και μόνο σκυθικό.

Για την αναστατική του σκυθικού τόξου λοιπόν πέρα των ιστορικών πηγών και των όποιων αρχαιολογικών ευρυμάτων, έγινε και η προσπάθεια για μεταφορά αυτών στην πραγματικότητα της Ελλάδος της ελληνιστικής εποχής και όχι μόνο. Αυτό αποτελεί και το σημαντικότερο κομμάτι της έρευνας μιας και λόγου αυτού, δώθηκε μεγάλη σημασία και προσοχή στα υλικά και στα εργαλεία για την κατασκευή του πρώτου μας τόξου. Συντροφιά λοιπόν και με τον Στέφανο Μπενίνι (Stefano Benini), πειραματικό αρχαιολόγο και μελετητή της παγκόσμιας ιστορίας της τ

οξοβολίας (βλέπετε βιογραφικό παρακάτω) έγινε η προσπάθεια να γίνει οσο πιο πιστά μπορούσε αυτή, η κατασκευή του σκυθικού-ελληνικού τόξου. Σύμφωνα λοιπόν με τις πηγές μας, τo σκυθικό τόξο περιγράφεται να ήταν συμπαγές και ημικυκλικό της στιγμή έκτασης της χορδής του. Νεότεροι μελετητές το παρουσιάζουν σχεδόν όμοιο με το αντίστοιχο των έφιππων Kassai, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις επαναλαμβανόμενες καμπύλες του σε λαβή και άκρα. Σε αυτή την μορφή συμφωνούν και οι ερυθρόμορφες αναπαραστάσεις απο πολλά αγγεία που διασώζονται σε πολλές εκθέσεις και μουσεία ανά τον κόσμο. Η προσπάθειά με την δική μας αναστατική, απέδειξε ότι είχαν την γνώση και τα μέσα για να μπορέσουν να του δώσουν οι Σκύθες τέτοια μορφή και καμπύλες στο ξύλο. Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει το είδος του ξύλου για την κατασκευή, αν υπήρχαν επιπλέον διάκοσμοι ή προσθήκες από άλλα οργανικά υλικά (δέρμα, κέρατο κλπ). Αν και δεν διασώζονται τόξα από την εποχή εκείνη δεν γνωρίζουμε αν πράγματι ήταν όλα καμπυλωτά. Η απορία αυτή μας δημιουργήθηκε όταν σε ιδιάς περιόδου αγγεία παρουσιάζονται Σκύθες πολεμιστές με απλά σχεδον ημικυκλικά τόξα. Σε αυτό το σημείο απλά υποθέσαμε ότι πρόκειται για απλή αδυναμία ή και αδιαφορία του καλλιτέχνη να δώσει περισσότερη λεπτομέρεια στον οπλισμό αυτό, κάτι που δεν συμβαίνει με τα ενδύματα και με τις σκηνές αναπαράστασης σε αυτά.

- Διαστάσεις

Προαναφέρθηκα σε αναφορές που θέλουν το σκυθικό τόξο να έχει διπηχές μήκος και τριπήχη βέλη (ο ελληνικός πήχης σαν ανθρωπομετρική μονάδα μέτρησης αναφερόταν στην απόσταση από τον αγκώνα μέχρι το άκρο του χεριού, όταν αντικαταστάθηκε μετέπειτα με τον εμπορικό στα 64εκ. και με τον τεκτονικό στα 75εκ.). Δυστηχώς η ανθρωπομετρική μονάδα αυτή παρουσιάσε τεράστιο πρόβλημα μιας και από τοξοβόλο σε τοξοβόλο είναι πολύ πιθανόν να άλλαζαν οι σωματικές διαστάσεις και πόσο μάλλον των άνω άκρων τους (χείρας, πύχη κλπ.). Στην σύγχρονη εποχή ο πύχης ένός μέσου ατόμου ανδρικού φίλου μετρά από 40 έως και 70 εκ. Για το δικό μας τόξο υποθέσαμε μια μέση τιμή των 60 εκ. περίπου ξέροντας ότι οι Αρχαίοι Ελλήνες είχαν μέσο όρο ύψος γύρω στο 1,60 - 1,70μ. έτσι ώστε ανθρωπομετρικά να είμαστε όσο γίνεται περισσότερο συμμετρικοί και πιστοί.

- Οι πρώτες ύλες

Ξυλεία: Τα ελληνικά δάση πλούσια σε χλωρίδα, ποικίλα διαθέσιμη σε μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας αποτέλεσαν το πρώτο κομμάτι αναζήτησής μας για το βασικό υλικό κατασκευής του τόξου. Οι επιλογές μας πολλές, χωρίστηκαν ανάλογα με το αν ενδύκνεινται για την κατασκευή του κυρίου σώματος του τόξου ή για την κατασκευή βελών ή για κανένα από τα δύο. Η τελική ομαδοποίησή τους έγινε βασιζόμενοι και σε λοιπές μελέτες από ευρήματα αρχαιολογικά από την νεολιθική περίοδο μέχρι και την ύστερη βυζαντινή εποχή προσπαθώντας να κατανοήσουμε την προτίμηση των τοξοβόλων στην χρήση ξυλείας ανάλογα την περιοχή δράσης τους και την διαθεσιμότητα απο την χλωρίδα. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στην παρακάτω λίστα.



Ακολουθεί μία περιληπτική περιγραφή του κάθε είδους και των χαρακτηριστικών του.






Σημείωση: “Τα στοιχεία συλλέχτηκαν σύμφωνα με την βάση δεδομένων για την ελληνική φύση του 1994, του Τομέα Υδάτινων πόρων και Περιβάλλοντος, Φιλότης, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και κάνοντας ταυτόχρονη χρήση της Βάσης Δεδομένων (ΒΔ) «Ελληνική Βιοποικιλότητα».Tα είδη. Τάξος (Taxus Baccata), Γιουνίπερος ο ελληνικός (Juniperus excelsa) τείνουν να εξαλειφθούν από τα εδάφη μας με την πάροδο των ετών. Τόσο λόγο αλλαγής κλιματολογικών συνθηκών όσο και λόγω ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον της χώρας μας.” Η ανωτέρα λίστα συντάχτηκε έχοντας σαν οδηγό και λοιπά αρχαιολογικά στοιχεία που μοιράστηκε ο Stefano Benini μαζί μου, από την ιστορία της τοξοβολίας από την νεολιθική εποχή έως και τον μεσαίωνα.

Για τις ανάγκες μας έγινε χρήση άροζου κομματιού κορμού από ίταμο ή τάξο (Taxus Baccata) με διάμεντρο που κυμαίνονταν από τα 8 στα 12 περίπου εκατοστά και μήκος περίπου τα 180 εκατοστά.

Ο/Η Ίταμος, ένα δέντρο σύμβολο θανάτου και ζωής. Με το ισχυρό του δηλητήριο ήταν δυνατό κατά τον Διοσκουρίδη να σκοτώσει κάποιον που θα κοιμηθεί κάτω από αυτόν. Αναδίδει δηλητηριώδεις ατμούς ενώ το ξύλο του, γνωστό για την αντοχή και την σκληρότητά του στην σκιά, ήταν χρήσιμο από την αρχαιότητα για την κατασκευή όπλων και αγαλμάτων. Ο ίταμος, δέντρο αειθαλές ύψους 10-15 μέτρων αναπτύσσεται πολύ αργά και τα φύλλα του είναι το πιο δηλητηριώδες από όλα τα μέρη του. Βρίσκεται σε εύκρατες περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου. Στην Ευρώπη δε, απαντάται αυτοφυές το είδος Τaxus baccata. Στην Ελλάδα το βρίσκουμε στη Μακεδονία, τη Θράκη, την Στερεά Ελλάδα, την Πελλοπόνησο και τη Σαμοθράκη και αναπτύσεται σε υγρά ή δροσερά εδάφη. Είναι γνωστό ως ήμερο έλατο και καρκαριά.

Την επιλογή μας αυτή ακολούθησε εκτεταμένη μελέτη ιστορικών και αρχαιολογικών ερευνών, συνάμα με πολύχρονη πείρα του Stefano Benini, πειραματιζόμενος σε πολλά διαφορετικά είδη ξυλείας.

Όπως παρατηρούμε στην επόμενη φωτογραφία, η ιδιαιτερότητα του ίταμου είναι ότι παρουσιάζει μια σχετικά λεπτή λευκή στοιβάδα εξωτερικά και μία ερυθρά στο εσωτερικά πιο παχειά. Η ύπαρξη των δύο διαφορετικών τμημάτων του δέντρου στο κορμό του, συνοδεύεται από εξίσου διαφορετικές φυσικές ιδιότητες.



Το κομμάτι του κορμού κόπηκε ακολουθώντας τα παραδοσιακά/λαογραφικά στοιχεία όπως μας μεταφέρονται από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, που αφορούν την κοπή της ξυλείας στην λίγωση της σελήνης και την σχεδόν τρίμηνη αφύγρανση της, που συνοδεύτηκε με φυσικές μεθόδους επεξεργασίας. Στην συνέχεια σκίστηκε και πελεκήθηκε δια χειρός, λειάνθηκε και στο τέλος όταν απέκτησε τις καμπύλες του σκυθικού, μετά από πολλαπλά βυθίσματα σε καυτό νερό, έγιναν και οι σχετικές εργασίες για την προστασία του με την χρήση φυσικών ελαίων και κεριών.

Πιο συγκεκριμένα με τα βυθίσματα στο καυτό νερό, οι πρόγονοί μας κατάφερναν να προστατεύσουν μόνιμα το ξύλο από τα παράσιτα του ενώ ταυτόχρονα οι ίνες του μαλάκωναν και μπορούσαν εύκολα να δώσουν νέο σχήμα ή να διορθώσουν την φυσική κατάσταση της ξυλείας κατ’ επιλογή.

Η κοπή του έγινε με μικρή πέλεκη βασιζόμενοι σε αντίστοιχες ερυθρόμορφες σκηνές που φέρουν τους σκύθους τοξότες να κρατούν και μια μικρή πέλεκη πάντα μαζί τους.


Η λευκή επιφάνεια αποτελεί την εσωτερική μεριά του τόξου μας ενώ η ερυθρή την εξωτερική. Αυτό βασιζόμενοι σε σύγχρονες αρχαιολογικές ανακαλύψεις και μελέτες που αφορούν την απολοτελεσματικότητα των διαφορετικών φυσικών ινών του δέντρου τόσο κατά την διάρκεια της έκτασης όσο και στον εξφεντονισμό του βέλους.

Στην επόμενη φωτογραφία διακρίνεται το κυρίως σώμα του τόξου δίχως την χορδή του (παροπλισμένο) όπου παρατηρούνται οι σχετικές καμπύλες που του δίνουν τον σκυθικό του χαρακτήρα μετά το πέρας των εργασιών της κατασκευής του.



Στις επόμενες δύο εικόνες (πλευρική και εμπρόσθια) με το τόξο οπλισμένο με την χορδή του και ένα βέλος για να γίνει η σύγκριση των μεγεθών, διακρίνεται πλέον καθαρά η σκυθική του γεωμετρία.



‘Επειτα επιλέχτηκε μία απλή ελαφρά κατεργασμένη δερμάτινη προσθήκη για λαβή στο κέντρο που δέθηκε με φυσική ίνα από την εξωτερική πλευρά ενώ ολοκληρώθηκε η κατασκευή με την δημιουργία χορδής από φυσικό μετάξυ το οποίο και καλύφθηκε από κερί μελισσών για προστασία από τις καιρικές συνθήκες και επέκταση ορίου ζωής σε αριθμό βολών.



Το τόξο μας φυσικά δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί δίχως τα σχετικά βέλη. Για την κατασκευή τους κάναμε χρήση από ίσια καλάμια, πούπουλα χήνας από την αριστερή της φτερούγα (σύμφωνα με την παράδοση) που δέθηκαν μεταξύ τους με κλωστή ή με δέρμα και κόλλα φυσικής προέλευσης.



Η αιχμή του βέλους είναι από σφυριλατιμένο ορείχαλκο και το σχήμα του κωνικό αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα την χρήση.



Βασιζόμενοι σε περιγραφές και ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα, βλέπουμε τους Σκύθες να ομορφαίνουν τα τόξα τους με διάφορα σχέδια, φύλλα από πολύτιμα μέταλλα, κομμάτια οστού ή μετάλλου στις κορυφές και περίτεχνα επεξεργασμένα δερμάτινα κομμάτια τόσο για τα τόξα τους όσο για τις γωρυτούς τους.

Το εγχείρημά μας, μετά το πέρας των εργασιών, απόδωσε απροσδόκητα “καλούς και όμορφους καρπούς”. Μελετήσαμε ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας μας και καταφέραμε να δώσουμε ζωή σε ένα όπλο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία και ελάχιστοι το γνώριζαν. Οι δοκιμές μας σε πεδίο τοξοβολίας, πετυχαίνοντας εμβέλειες 250 μέτρων και δυνάμεις σχεδόν 47 λιβρών, μας εντυπωσίασαν και προσεχώς θα παρουσιαστούν νέα στοιχεία από την χρήση του και τις επιδόσεις του καθώς επίσης και μία παράλληλη μελέτη για την κατασκευή του αντίστοιχου ομηρικού τόξου που ολοκληρώνεται σύντομα.

Ευχαριστίες Στον καθηγητή μου Gianni Br. για την υπομονή και τη μεταδοτικότητά του.

Στον μέντορά μου, Stefano Benini για την μεταλαμπάδευση των γνώσεων και την υλοποίηση της παρούσας ιδέας μου.

Στην Σταυρούλα Ντότσικα για την τελική συντακτική και ορθογραφική επιμέλεια.

Πολυκάρπιον Αλμωπιάς Πέλλας
Σεπτέμβρης 2011

Υ.Γ.

Για τους φίλους και λάτρες του αθλήματος και της ιστορίας ή και για συλλόγους, είναι δυνατή η κατασκευή αντίστοιχων αντιγράφων ή με τροποποιήσεις αυτών, με το ίδιο μεράκι και προσοχή στη λεπτομέρια. Όσοι επιθυμούν σας επικοινωνήσουν μαζί μου για περισσότερες πληροφορίες : στείλτε μου ένα μαιl εδώ.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Μανώλης Γεωργόπουλος (aka Δημόφιλος) γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Αθήνα, ζει στην Ιταλία, μα μάλλον θα συνεχίζει να ζει στο εξωτερικό και στις πιο απίθανες επαρχίες της Ελλάδος. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στην Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, κατέληξε πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης, αφού έχει καταφέρει να στεριώσει σε πολλά απ’ ό,τι έχει καταπιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια. Αρθρογραφεί, λογοτεχνίζει, ενώ ακολουθούν ενασχολήσεις του με την ποδηλασία, με διάφορα χειμερινά αθλήματα ενώ τον τελευταίο καιρό με την ιστορική τοξοβολία και διάφορους συλλόγους ιστορικών μελετών.

Ο Στέφανο Μπενίνι, επωνομαζόμενος και Μπένι, Φερραρέζος της τάξης του 1960, είναι τοξοβόλος απο το 1977. Από μικρό παιδί καλλιέργησε το ενδιαφέρον για την τέχνη της τοξοβολίας και αμέσως έδειξε την τέχνη και το μεράκι του στην ανακατασκευή μοναδικών τόξων από ξύλο. Ένα πάθος που αποζημιώθηκε στο έπακρον με μια σειρά από βραβεία, αναγνωρίσεις και αναφορές στον διεθνή τύπο. Σήμερα κατασκευάζει ξύλινα και ιστορικά αποδεκτά τόξα από διάφορα είδη ξυλείας, με μεγαλύτερη έμφαση σε εκείνα από την τάξο (ίταμο). Περισσότερα για εκείνον στην σελίδα του εδώ στο : http://www.arcostorico.it.

Πηγές:

http://www.gpeppas.gr/dasos/dentra/dentra.html.
http://el.wikipedia.org/wiki/Σκύθες.
http://www.archerylibrary.com/books/book_of_archery/chapter12/chapter12.html.
http://whc.unesco.org/uploads/news/documents/news-433-1.pdf.
Βάση δεδομένων για την ελληνική φύση του 1994, του Τομέα Υδάτινων πόρων και Περιβάλλοντος, Φιλότης, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από: http://filotis.itia.ntua.gr/home/.
Φωτογραφίες δέντρων φυλλοσιάς και καρπών από : http://www.2020site.org/trees.
The Place of Archery in Greek Warfare - Thomas Nelson Winter, University of Nebraska-Lincoln 1990
The IUCN Red List of Threatened Species
Βάση Δεδομένων (ΒΔ) «Ελληνική Βιοποικιλότητα»
The Archery Library - Old Archery Books, Articles and Prints στο http://www.archerylibrary.com/books/.
Ascham, Roger - Toxophilus, The fchole of fhootinghe conteyned in two bookes edition by Edward Arber, 1585

1 σχόλιο:

  1. Συχαρητήρια για την εργασια!
    Θεόδωρος Χαρανίδης
    Πολυκάρπιο,Αλμωπίας
    Πέλλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή