Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ο Ήλιος του κάμπου - του Φοίβου Ιωσήφ



           
Το καλοκαίρι ο ήλιος στον κάμπο είναι ζεστός, αχνιστός και ζεσταίνει ψυχή και καρδιά. Τον χειμώνα πάλι μπορεί να είναι ζεστός αλλά ο αέρας πού φυσάει από τά δυτικά παγώνει τά χέρια, ξεραίνει την επιδερμίδα,ζητάει υποστήριξη καρδιάς για να τά βγάλεις πέρα. Όπως και νάναι η ζωή καταμεσίς στον κρύο κάμπο θέλει κότσια και αφοσίωση για να βρεθής εκεί από τά χαράματα μέχρι λίγο πρίν ο ήλιος φύγει χλωμός πίσω από το ασυγκίνητο ιερό βουνό των αρχαίων Ελλήνων. Η μία μέρα διαδέχεται την άλλη, ίδιες ώρες, ίδια τσουχτερή θερμοκρασία και ασίγαστη παγωνιά, όμως η Γιώτα Μανίκα εκεί, στο πόστο του χρέους και της επαγγελματικής ευσυνειδησίας. Ότι θα πάρης από αυτή θα είναι φρέσκο, κομένο την ίδια στιγμή από το χωράφι της, ολόδροσο, με την αλκή του γνήσιου και του αυθεντικού και από  χέρια που μυρίζουν εντιμότητα και ειλικρίνεια. Το χέρι σου όταν κρατήσει το λάχανο νοιώθει τη χαμηλή θερμοκρασία  του πρωινού στο χωράφι και τη ζεστασιά της φλέβας της πού το ακούμπησε πρίν λίγο. 
Η ματιά της Γιώτας δεν είναι ποτέ σκληρή όσο κρύο κι αν κάνει το χειμώνα στο κατέβασμα του καιρού από τον Τυμφρηστό προς τη θάλασσα, παραμένει αναλλοίωτα γλυκό μέσα σε  μια ζεστή θάλπη,με μια απεραντοσύνη καλοσύνης και ένα ανεπιτήδευτο χαμόγελο συγκατάβασης.
Όταν εμείς σηκώνουμε τις ζεστές μας κουβέρτες στο πρωινό ξύπνημα, εκείνη είναι ήδη παρά πόδα στη σκοπιά, στο μετερίζι του  μεροκάματου περιμένοντας τους  πρωινούς
πελάτες της. Η ζέστη του καλοκαιρινού καύσωνα και ο παγωμένος σιριστός αέρας του χειμώνα θα την απασχολήσουν την επόμενη, την μεθεπόμενη μέρα, ίσως ποτέ, αφορά την επιδερμίδα της,
όχι την καρδιά της.
Τι προθυμία δείχνει όταν της ζητήσεις λίγα κρεμμύδια, δύο καρμπουλάχανα και ένα μαρούλι; Σάν φρεγάδα τρέχει στο χωράφι της δίπλα της να τά κόψη για να τά πάρεις της στιγμής, όχι της ώρας.
Τρέχει να σου το φέρει,μη τυχόν και μπαγιατέψει κατά την μεταφορά των είκοσι μέτρων.Βλέπεις μπροστά σου το λάχανο να κόβεται και να σου δίνεται με γελαστά μάτια, σαν να σου δίνει ένα φάρμακο, μια συνταγή ζωής, ένα χαμόγελο φιλίας. Όταν ακούει τη λέξη δουλειά χαμογελάει, είναι σαν να της λές τη λέξη τραγούδι, σαν να της μιλάς για πανηγύρι, σαν να αναγγέλλεις σε κείνη μία γιορτή. Η ευτυχία της εργασίας βρέθηκε φωλιασμένη κάτω από την επιδερμίδα της  από το πρώτο της κλάμα, από το μαιευτήριο ακόμα. Αν θέλεις να πής μόνο μια κουβέντα γι αυτή τη γυναίκα αποκάλεσέ την Ταγματάρχη της τίμιας δουλειάς, πέστην Ελληνιδάρα, με όλα όμως τά γράμματα κεφαλαία. Ελληνίδα μεχρι  το έσχατο γονίδιο της προσωπικότητάς της. Άνθρωπος πού να πηγαίνεις τά παιδιά σου για να διδάσκονται αξιοπρέπεια, αφοσίωση στο ειρηνικό καθήκον και απεραντοσύνη ειλικρινούς επαγγελματικής συνεισφοράς.
Υπάρχει όμως κι άλλο σπουδαίο σημείο όχι αναφοράς αλλά σπουδαιότητας γι αυτή τη λαμπρή Γυναίκα. Όταν ψωνίζω από το υπαίθριο μαγαζί της πάνω στη δημοσιά, και αφου μου παραδώσει
το εμπόρευμα πού μπορεί να στοίχισε δύο ευρώ, πρίν προλάβω να απομακρυνθώ μου βάζει στα χέρια άλλες δυό σακούλες γεμάτες χρυσά καλούδια από το χωράφι της συνοδεύοντας το πεσκέσι  με τά λόγια ‘’να τά δώσης στη γυναίκα σου, μόλις τάκοψα, είναι ολοτρύφερα’’και βλέπεις στα μάτια της μιάν  ευτυχία μεγαλύτερη όταν χαρίζει. Κι αυτά πού σου έδωσε για δώρο μπορεί να στοιχίζουν τέσσερα ευρώ. Το μάτι της δεν είναι τόσο εξασκημένο στα οικονομικά αλλά η καλωσύνη της κι αρχοντιά της είναι καλοτροχισμένο ξουράφι  στην ανθρωπιά. Δεν μου έχει πεί ποτέ τίποτα για τά πιστεύω της αλλά η πραγματική της πίστη δεν εκδηλώνεται με υπερφίαλα λόγια μά  με πράξεις ακλόνητα πακτωμένες  στην ευαισθησία και στην πλατιά αντίληψη περί συνύπαρξης των κοινωνικών ανθρωπίνων υπάρξεων. Ισως η ίδια δεν γνωρίζει την μεγαλοσύνη του ακάματου των πράξεών της, το απροσδιόριστο των ψυχικών της ικανοτήτων, κείνο όμως πού σίγουρα αισθάνεται και αποφεύγει είναι η μίζερη σκέψη, ο τυρανικός κοστολογικός υπολογισμός.
Εκείνη ζυγίζει τις πατάτες με το καντάρι της χαράς και όχι με κείνο της οκάς. Της Γιώτας της φτάνει η ευτυχία της συναλλαγής με ανθρώπους και όχι το νομισματικό αποτέλεσμα. Εργάζεται για να βιοπορή και όχι για να χρεώνει κιλά και γραμμάρια. Η καλωσύνη αυτής της Ελληνίδας έχει εξορίσει διά παντός την αριθμητική και την έχει αντικαταστήσει με το συναίσθημα, με την μορφή πού δίνει η ίδια στο χαρακτήρα της.
Εγώ πολλές φορές παιρνώντας με το αυτοκίνητο  χαζεύω αυτή την τόσο υπέροχη Φρατζώτισα, είναι ο άνθρωπος πού αφησε τά καιρικά φαινόμενα στην δικαιοδοσία της μετερωρολογικής υπηρεσίας.Τί δουλειά έχει αυτή με τά δελτία καιρού, όποιος κρυώνει ας τά παρακολουθεί! Η ίδια τά διασκεδάζει και κάτω από τους 0 βαθμούς, όχι, θα καθήση να σκάσει.Κάνει χάζι με το κρύο,το υποτιμά, το αγνοεί, αρκεί να μην πειράξει τά λάχανά της και τά κρεμμύδια της, τά παιδούλια  της, να την αφήσει να τά δώση όπως αυτή ξέρει στους  πελάτες της, κρουστά και ολόδροσα, όπως εκείνη τά μεγάλωσε με φροντίδα μάννας  δίπλα στην πλατφόρμα-κατάστημα πού έστησε στο δρόμο για τον Γοργοπόταμο, κόντρα στην οικονομίκή κρίση, στους κρύους ανέμους και τον ανελέητο Αυγουστιάτικο μεσιμεριανό ήλιο.
Γιώτα Μανίκα,είσαι η ψυχή του όμορφου κάμπου της εύφορης Φθίας, όπως την ονοματίζει  ο Ευρρυπίδης. Είσαι ο σύγχρονος φρουρός μιάς Ελλάδας πού αναζητάει μια Γιώτα Μανίκα στον κάθε της δρόμο ήθους, έντιμης συναλλαγής και ακάματης εργασίας. Πάνω σε τέτοιες γυναίκες πρέπει να πατήσει το μέλλον της  η Πατρίδας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου